Οι γιορτές των Χριστουγέννων επιτέλους έφτασαν!
Τα σχολεία είχαν κλείσει από την προηγούμενη μέρα και όλοι οι κάτοικοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους. Όπου κι αν πήγαινες, υπήρχαν στολισμένες βιτρίνες, γιρλάντες και φωτάκια. Στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στα μαγαζιά δεν έπεφτε καρφίτσα, ενώ η μουσική και τα τραγούδια από τα μεγάφωνα του δρόμου χάνονταν μέσα στην οχλοβοή και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων…
Η παραμονή των Χριστουγέννων έφτασε.
Στο σπίτι του αγοριού υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Όλα έπρεπε να είναι τέλεια για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι εκείνης της πόλης. Το αγόρι δεν είχε τι άλλο να κάνει και περνούσε όλα τα απογεύματα κλεισμένο στο δωμάτιό του. Κανείς δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί του και όλοι ήταν νευριασμένοι και αγχωμένοι… Η μοναδική του παρηγοριά ήταν να βλέπει την παράξενη εκείνη φάτνη από το παράθυρο του δωματίου του… Άραγε τί μαγικό θα συμβεί που θα αναθερμάνει την «ζεστασιά» που έλειπε από την οικογένεια;
Τί είναι πραγματικά τα Χριστούγεννα; Είναι τα ρεβεγιόν; Είναι τα λαμπάκια και τα φαγητά; Ή κάτι άλλο που λείπει απ’ τις ζωές μας; Μήπως η ιστορία μιας γλυκιάς γιαγιάς μας θυμίσει;
Είναι μια ιστορία για μια μακρινή πολιτεία, ένα ξεχασμένο από τους ανθρώπους εκκλησάκι κι ένα μοναχικό αγόρι, που ανακαλύπτει την πραγματική χαρά των Χριστουγέννων… Μήπως η καμπάνα, η ψαλμωδία και ένα εκκλησάκι μας βοηθήσουν;