«Βρίσκομαι στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού, δίπλα στις γραμμές. Κοντά μου, άγριο θηρίο, στέκει μουγκρίζοντας με αναμμένη μηχανή το τρένο και περιμένει. Μήπως, εμένα; Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εκεί. Σκύβω το κεφάλι μου και βλέπω πως κάθομαι πάνω σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο από απλάνιστη λεύκα, αυτά που έχουν μέσα τους εύθραυστα εμπορεύματα. Το καταλαβαίνω από τα μεγάλα μαύρα γράμματα, που είναι γραμμένα στο πλάι του, FRAGILE, και το σχήμα μιας ανοιχτής όρθιας ομπρελίτσας. Κοντά μου υπάρχουν κι άλλα τέτοια. Άραγε, αυτό είναι δικό μου ή απλώς το βρήκα ελεύθερο και κάθισα πάνω του; Φαντάζομαι πως δεν θα αργούσα να το μάθω. Κι αν είναι δικό μου, τί μπορεί να έχει μέσα; Ας μην βιαστώ. Τώρα, ας μπουν τα ερωτήματα. Θα ψάξω για απαντήσεις αργότερα…»
Μια αμαξοστοιχία είναι και οι ιστορίες μου, συνδεδεμένες με το νήμα των αναμνήσεων και των ονείρων μου.