“Στα οικογενειακά μας άλμπουμ υπάρχουν πολλοί μικροί εύζωνοι, γιατί όλοι μας στην ηλικία των τεσσάρων, στο Παρίσι και στη Βρέστη, ποζάραμε φορώντας για μια μέρα αυτή τη στολή που είχε έρθει από την Ελλάδα και την οποία η θεία Ντόρα φύλαγε με θρησκευτική ευλάβεια μέσα σε μια βαλιτσούλα από χαρτόνι. Η πιο παλιά φωτογραφία, του 1924, είναι εκείνη του γιου της του Ζαν, που ήταν ξάδελφος του πατέρα μου. Βλέπω ακόμα τη θεία Ντόρα στο νοσοκομείο να τη βγάζει από μια τσέπη του νυχτικού της και να την κοιτάζει με ατέλειωτη τρυφερότητα προτού τη βάλει στα χέρια μου. Πέθανε την άλλη μέρα, και μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πραγματικά σε τι με είχε κάνει θεματοφύλακα.”
Οι αναμνήσεις και τα μνημονικά κειμήλια μιας εβραϊκής οικογένειας της Θεσσαλονίκης που προδρομικά οδηγήθηκε στην έξοδο από τη γενέθλια πόλη της, μεταναστεύοντας το 1929 στη Γαλλία, σχετίζονται αυτονόητα με τους απόηχους της εβραϊκής τραγωδίας, αλλά επίσης και με την περιπέτεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Όμως οι Μοιρασμένες Αναμνήσεις της Μισέλ Βερνάν θέτουν πλαγίως και μέγιστης σημασίας ελληνικά ερωτήματα: Επερωτούν τον αυτάρεσκο εθνικό μας λόγο και ενσπείρουν στιγμές αμφιβολίας για την παγιωμένη εικόνα του συλλογικού εαυτού μας.