Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος περιέχει εθνογραφικές μελέτες, οι οποίες εστιάζουν στη σχέση του χορού με την ταυτότητα, τη μουσική, τον τόπο, το φύλο, τα λαϊκά δρώμενα, τις σκηνικές και άλλες αναπαραστάσεις του, τις επιτελέσεις του στο σύγχρονο πλαίσιο. Τα κεφάλαια περιγράφουν και αναλύουν μελέτες περίπτωσης από την Αττική, τα Γιάννενα, τη Δράμα, τον Έβρο, τη Θεσσαλονίκη, την Καρδίτσα, την Κοζάνη, την Κεφαλλονιά, τη Νάουσα, τις Σέρρες, τα Τρίκαλα και τη Φλώρινα, καθώς και συγκεκριμένων χορευτικών μορφών (πέρα των «παραδοσιακών»), όπως «ο χορός με τα πέπλα» και το industrial goth. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, όλα τα κεφάλαια κινούνται πάνω στη συλλογιστική του Geertz , ο οποίος θέλοντας να προσομοιάσει την εθνογραφία με τη χορογραφία βασίζεται σε μια θεμελιώδη έννοια / χορευτικό σχήμα για τον ελληνικό παραδοσιακό χορό: τον κύκλο. Εισάγει και προτείνει τη χρήση της τεχνικής του «ερμηνευτικού κύκλου» (hermeneutic circle), ο οποίος συνιστά μια μέθοδο ανάλυσης, η οποία έχει την τάση να οδηγεί τον εθνογράφο σε μια σπειροειδή κίνηση μεταξύ γενικεύσεων και ειδικών παρατηρήσεων «εξωτερικής» θεώρησης σε συνδυασμό με τις «εκ των έσω» οπτικές. Μια ποιητική–χορευτική αναπαράσταση της στοχοθεσίας αυτών των μελετών θα μπορούσε να είναι ο χορός Καρσιλαμάς. Ένας χορευτικός διάλογος μεταξύ θεωρίας και πράξης, ενσώματης και άλλων μορφών γνώσης, μορφής/περιεχομένου και συμφραζομένων. Δηλαδή, μια διαλεκτική εθνογραφία–χορογραφία, η οποία δεν θα μιλάει «εκ μέρους των άλλων, αλλά για τους άλλους», ούτε θα μελετά, θα χορεύει ή θα αναπαριστά τον πολιτισμό των άλλων, αλλά με τους άλλους. Εντός αυτής της εθνογραφικής–χορογραφικής συνθήκης, ο ερευνητής–χορογράφος έχει τη δυνατότητα να είναι και ο πρωταγωνιστής της εθνογραφίας–χορογραφίας, πάντοτε σε διάλογο με τα υποκείμενα της έρευνάς του. Μεταφορικά, τα δύο αυτά συμβαλλόμενα μέρη και με όρους μιας πλήρους και «ορθής» επιτέλεσης του Καρσιλαμά, δεν θα πρέπει να «χορεύουν» απλά «ο ένας με τον άλλο», αλλά «ο ένας για τον άλλο».