Κατά τη συνάντηση που διεξήχθη την 28η Οκτωβρίου του 1940 στη Φλωρεντία, ανάμεσα στον Μουσολίνι και τον Χίτλερ –λίγες μόνο ώρες αφότου τα ιταλικά στρατεύματα είχαν παραβιάσει τα ελληνικά σύνορα–, ο Μουσολίνι ενημέρωνε τον σύμμαχό του ότι σε δεκαπέντε ημέρες το σχέδιό του για την εισβολή στην Ελλάδα θα έχει ολοκληρωθεί νικηφόρα. Δεν χρειάστηκαν όμως πάρα μόλις ένδεκα ημέρες μέχρι την αναστολή των επιχειρήσεων εναντίον της τοποθεσίας Ελαίας–Καλαμά, ώστε οι Ιταλοί επιτελείς να αντιληφθούν ότι ο σχεδιασμός τους δεν είχε λάβει όψη τον πλέον κρίσιμο παράγοντα: το υψηλό φρόνιμα, αλλά και την κατάλληλη προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού. Λίγες ημέρες αργότερα δε, όταν με την αντεπίθεσή τους οι ελληνικές δυνάμεις αποκατέστησαν πλήρως το εθνικό έδαφος και άρχισαν να καταδιώκουν τον εχθρό στο πανάρχαιο ελληνικό έδαφος της Βόρειας Ηπείρου, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η επιχείρηση μεταλλασσόταν στον χειρότερο εφιάλτης τους.
Μετά τις επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειές τους να αναχαιτίσουν την ορμή του Ελληνικού Στρατού, οι Ιταλοί απευθύνθηκαν στον Χίτλερ ζητώντας τη βοήθειά του για την ανάσχεση της ελληνικής προέλασης. Σύντομα, όμως, αντιλήφθηκαν ότι το πλήγμα στο γόητρό τους θα ήταν ιδιαίτερα βαρύ, εάν τα γερμανικά στρατεύματα ήταν εκείνα που θα παρείχαν τη λύση στο αδιέξοδο που είχαν οδηγηθεί οι ιταλικές δυνάμεις. Έτσι ο Μουσολίνι αποφάσισε –μέχρι την, αναπόφευκτη όπως διαφαινόταν, έναρξη της γερμανικής επίθεσης– να καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να ανατρέψει τη ροή των επιχειρήσεων και να καταγάγει μια, έστω, θεαματική νίκη σε βάρος του Ελληνικού Στρατού. Αυτή τη νίκη προσδοκούσε να πετύχει με την Εαρινή Επίθεση του, η οποία ξεκίνησε στις 7 Μαρτίου του 1941.
Σε μέτωπο 32 περίπου χιλιομέτρων, η 11η ιταλική Στρατιά επεδίωξε να διασπάσει την ελληνική διάταξη, ενώ την επιχείρηση παρακολουθούσε από το παρατηρητήριό του ο ίδιος ο Μουσολίνι, ο οποίος, άλλωστε, είχε συμμετάσχει τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην προετοιμασία της. Για δεκαεπτά μερόνυχτα τα ιταλικά στρατεύματα επεδίωξαν με κάθε μέσο να καταβάλουν την ελληνική αντίσταση και να εκβιάσουν την έξοδό τους στην κοιλάδα του ποταμού Ντεσνίτσα, ώστε ακολούθως να κινηθούν προς την Κλεισούρα και, στη συνέχεια, να προελάσουν περαιτέρω, με απώτερο στόχο τα Ιωάννινα. Οι ελληνικές δυνάμεις, όμως, ήταν αποφασισμένες να μην παραχωρήσουν σπιθαμή από το έδαφος το οποίο –στους αγώνες των προηγούμενων ημερών– είχε ποτιστεί με άφθονο ελληνικό αίμα. Έτσι, στις 25 Μαρτίου, και ενώ οι κύριες επιχειρήσεις της επίθεσης είχαν ουσιαστικά εκφυλιστεί μετά την 15η Μαρτίου, η Εαρινή Επίθεση τερματίστηκε οριστικά, έχοντας αποτύχει παταγωδώς.