Ο Αριστείδης, η Κατίνα, ο Θοδωρής, η Ρηνιώ, ο Γιώργης, η Ελένη, ο Αλκιβιάδης, η Ζωζώ, η Μαριγώ, η Νίτσα, η απώλεια, η αναζήτηση της ουσίας, της ευτυχίας, της ανεμελιάς, ο μόχθος, η απογοήτευση, ο θάνατος, ο έρωτας, η έκπληξη, το ταξίδι, το μαζί, όσα δεν ήρθαν ποτέ, όσα αφήσαμε να φύγουν, τα αναπάντητα, οι ερωτήσεις που σκάλωσαν σαν χαλίκια στον λαιμό μας, οι πεθυμιές μας, τα ανομολόγητα, τα όνειρα, οι σιωπηλές κραυγές μας∙ αχ αυτές οι κραυγές! Κι ύστερα οι σοφές κουβέντες που ψάχναμε σε όλη τη ζήση μας για να μπορέσουμε να κρατηθούμε, να πιστέψουμε, να ελπίσουμε πως κάπου, κάπως, κάποτε μας περιμένει μια λιακάδα και μια άνοιξη ολόδική μας.
Δυο κουβέντες λέει πάντα ο λιγομίλητος πατέρας μου: Όταν φτάσεις πάρε με τηλέφωνο και ξά σου! Την πρώτη την κρατώ σαν φυλαχτό, σαν το πιο βαθύ και ουσιαστικό νοιάξιμο, σαν την πιο μεγάλη αγάπη. Και καταλαβαίνω την αγωνία του μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο και να του πω ότι έφτασα επιτέλους στον προορισμό μου, κι ας μην έχω βρει ακόμη τον δρόμο. Τη δεύτερη την αγαπώ διπλά, την έχω παντιέρα, γιατί μυρίζει ελευθερία, αυτονομία, αυτοδιάθεση, αποδέσμευση από το θέλω του άλλου. Γιατί με αυτή πορεύεσαι έχοντας όλη την ευθύνη των επιλογών σου, της ζωής σου, της δικής σου ανάγκης. Για τούτο και τη δίνω τίτλο στο βιβλίο μου! Γιατί ξά σου θα πει: στην εξουσία σου!