την περίμενε. Αν τον άφηναν θα περίμενε με κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι της εξώπορτας να τη δει να εμφανίζεται από τη γωνία. Και πάλι όμως, επικράτησε η νύστα και βυθίστηκε σε ένα αγχωτικό, ντροπιαστικό ύπνο.
*
[...] Το σιγανό άνοιγμα της εξώπορτας δεν μπορούσε ποτέ να το ακούσει μέσα στον ύπνο του, ούτε και τα προσεκτικά βήματα της μάνας του στο πάτωμα. Όμως η μυρωδιά! Αυτή πέρναγε με ύπουλο τρόπο κάτω από την πόρτα του δωματίου και τρυπούσε τη μύτη του. Γαρίδες τηγανητές με κόκκινη σάλτσα, μουσακάδες, καλαμαράκια, χοιρινές μπριζόλες στα κάρβουνα, η χαρακτηριστική οσμή της ζάχαρης στις σάλτσες που παγώνουν-αυτό το πονηρό κόλπο της μύτης που τον έκανε να νιώθει ότι δεν του ξέφυγε τίποτα και αμέσως τον καθησύχαζε -ένα άρωμα συμπυκνωμένο και τόσο διαχωρισμένο την ίδια στιγμή. Μύριζε όλα τα φαγητά του κόσμου! Ο κόσμος ήταν τότε μόνο εκείνη και εκείνη ήταν ολόκληρη μες στα ρουθούνια του.