Η Κίνα είναι ταυτόχρονα μακριά και κοντά. «Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα / η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται». Στηριγμένη σε αντιλήψεις για την αρχαιότητα των πολιτισμών τους, μια συμπάθεια που διακρίνεται μεταξύ Ελλήνων και Κινέζων παραπέμπει σε συγκρίσιμες εμπειρίες. Τις σχέσεις αυτές ανατροφοδοτούν στοιχεία από το ελληνιστικό, βυζαντινό και μεταγενέστερο παρελθόν. Ο Έλγιν ακρωτηρίασε τον Παρθενώνα, ενώ ο γιος του κατέστρεψε τα Θερινά Ανάκτορα στο Πεκίνο. Συγκλίσεις μεταξύ Ελλάδας και Κίνας τεκμαίρονται στη φιλοσοφία –με τον Σωκράτη και τον Κομφούκιο προεξάρχοντες– τον πολιτισμό, την τέχνη και την τεχνολογία, καθώς επίσης σε τρόπους αντίληψης και εξάσκησης της ζωής, από τον μοναχισμό έως τη χαρτοπαιξία, στην αξιοποίηση της χλωρίδας σε παραδοσιακές ιατρικές, σε αντιστάσεις στον ρόλο ξένων παραγόντων και στην κρίσιμη σχέση της διασποράς με το εθνικό κέντρο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια άνευ προηγουμένου κοινωνική και πολιτική επένδυση σε ένα «γλωσσικό ζήτημα», με τη γλώσσα βάρος ασήκωτο που απαιτεί ριζοσπαστική σεισάχθεια και παράλληλα φορέα αυτογνωσίας. Ένα ζήτημα κληρονομίας διατρέχει κάθε πτυχή του υφάσματος της ζωής. Συγκρίσεις δεν μπορούν να αποκρύψουν τεράστιες αποκλίσεις, από τον τρόπο οργάνωσης της καθημερινότητας έως τη γραφή της γλώσσας. Τα ελληνικά χοροστατούν στη χορεία των αλφαβητικών γλωσσών, ενώ τα κινεζικά στον χώρο των ιδεογραμμάτων ή, στον βαθμό που δεν πρόκειται για «λέξεις», εικονογραμμάτων. Μια αίσθηση διαφοράς και θαύματος κυριαρχεί στις εντυπώσεις ενός επισκέπτη. Στο «ιδεόστιγμα» που λέγεται Κίνα έχουν επικεντρωθεί φυσιογνωμίες όπως ο Κάφκα, ο Μπρανκούζι, ο Πάουντ, ο Καζαντζάκης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο. Στα ελληνικά φαίνεται ότι η Ασία συνιστά συστατικό της φαντΑσίας.