Τι συντροφεύει τον βίο μας; Τι μας προσφέρει παραμυθία; Τι μας εισάγει στην αχρονία στην οποία μοιραία θα καταλήξουμε, άλλο από την μνήμη, στους κόλπους της οποίας ένυλα και άυλα γίνονται ένα κι όπου ο χρόνος και ο χώρος συντέμνονται, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα αξεδιάλυτα όνειρο; Εκεί όπου γεννιέται ταυτόχρονα η αίσθηση της ασυγκράτητης ροής που αμείλικτα συμπαρασύρει τα πάντα και μιας μονιμότητας σε άλλο επίπεδο στην ζωοδότρα ασάλευτη παλάμη του Θεού. Έτσι, όγκοι, ατμόσφαιρες, σκιάσεις, φωτισμοί, τοπία που και αυτά ταξιδεύουν μέσα στου φωτός τον ημερήσιο κύκλο, γίνονται σύντροφοι ισόβια πιστοί, πηγές παρηγοριάς και στηρίγματα βίου, βίου που κούρνιασε, απάγκιασε κι ωρίμασε εντός τους και που στοργικά τον περιέβαλαν.
Και τα σπίτια – γάστρες ζωής, αποκτώντας δική τους υπόσταση, γίνονται ένας από τους άλλους με τους οποίους διαλέγεσαι και συζείς, που τους πλάθεις και σε πλάθουν μέσα από σχέσεις που, όταν λείψουν, η μνήμη επεκτείνει κι αυτή όσο μπορεί. Γάστρες ζωής σημαίνει γάστρες μικρής, προσωπικής ιστορίας. Μιλώντας γι’ αυτά, έμμεσα ο συγγραφέας μιλά για τον ίδιο. Έτσι, το ανά χείρας κείμενο έχει μια διάσταση αυτοβιογραφίας που πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο αγκαλιάζει και κάποιους από τους προπάτορες, στοιχεία των οποίων αναγνωρίζει εντός του.
Αγκαλιάζει επίσης ανθρώπους που φώτισαν τον δρόμο του και προς τους οποίους στρέφεται με απέραντη ευγνωμοσύνη.