Όλα τα ευρήματα, οδηγούσαν με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι δράστης ήταν μια γυναίκα με φυσικό μαύρο σγουρό μαλλί, προφανώς αρκετά νέα, καθώς οι τρίχες που είχαν βρεθεί -και ήταν και τα μόνα ευρήματα- έδειχναν ότι δεν είχαν μπει σε διαδικασία βαφών και δεν ήταν καθόλου εξασθενισμένες. Το μόνο άλλο σίγουρο -και αρκετά αποκαλυπτικό- «εύρημα» ήταν η φορά των τομών από το «νήσσον όργανον» που διέγραφαν μια πορεία από τα δεξιά προς τα αριστερά, «εις ικανόν βάθος, ώστε να επιφέρουν θανάσιμους τομάς εις ζωτικά όργανα», πράγμα που οδηγούσε επίσης στη βεβαιότητα ότι επρόκειτο για κάποια αριστερόχειρα. Δακτυλικά αποτυπώματα δεν υπήρχαν αρκετά. Αλλά η εξέταση και αυτών που είχαν βρεθεί, δεν έβγαζε πουθενά. Δεν αντιστοιχούσαν σε καμία από τις γυναίκες που ήταν σεσημασμένες για παραβάσεις του ποινικού δικαίου, και κυρίως προς τις «επαγγελματίες του ελεύθερου έρωτα».
Ο Γ. Μασσαβέτας ξεδιπλώνει μυθιστορηματικά ένα αστυνομικό θρίλερ, με πρωταγωνιστή τον δαιμόνιο αστυνομικό Καλλιανό, που ρίχνεται στα ίχνη ενός αινιγματικού «Δράκου», για να βρεθεί μπροστά σε μια γυναίκα, η οποία παγιδεύει με τα κάλλη της τα θύματα της και τα δολοφονεί σε απομονωμένες περιοχές μέσα στα αυτοκίνητα τους. Μεταξύ ψυχογραφήματος, ηθογραφίας, δημοσιογραφικής έρευνας και μυθοπλασίας, η αφήγηση παρακολουθεί τη μετάλλαξη της Χαρούλας, που μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Αθήνας, σε «Δράκαινα», ενώ γύρω οι πολιτικές έριδες συγκλονίζουν την Ελλάδα της δεκαετίας του 1960.