Δεν υπάρχει γυναίκα στη γη που να μη γνωρίζει ή να μη διαισθάνεται το πλήγμα του αρσενικού, τον πόνο που μπορεί να σου προξενήσει ο άλλος, το πώς μέσα από τον έρωτα έρχεται η καταστροφή. Και με αυτά η Λουθία δεν εννοούσε τα δάκρυα για έναν έρωτα δίχως ανταπόκριση ή για την απώλεια του ονείρου, δεν εννοούσε το να μην σε αγαπούν όπως εσύ θέλεις, το ότι τελικά ο αγαπημένος σου μπορεί να σε εγκαταλείψει για μια άλλη. Αυτοί είναι οι απλοί πόνοι της καρδιάς, και ας σε καίνε σαν πυρωμένο σίδερο. Όχι, εκείνο που πραγματικά φοβόταν η Λουθία ήταν (...) το σκοτάδι που υπάρχει ανάμεσα στα δύο φύλα, και ίσως να ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο υποπτευόταν τον Αντριάν, ήταν επικίνδυνος γιατί ήταν ελκυστικός.
Όταν μετά από δέκα χρόνια γάμου η Λουθία χάνει ανεξήγητα τον άντρα της στις τουαλέτες του αεροδρομίου, ο κόσμος της ανατρέπεται. Δύο αναπάντεχοι σύντροφοι τη βοηθούν να εξιχνιάσει το μυστήριο: ένας ογδοντάρης αναρχικός, πρώην ταυρομάχος και πιστολέρο, που ενσαρκώνει τη σύγχρονη ιστορία της Ισπανίας, κι ένας άπειρος νέος, που ξυπνά μέσα της ξεχασμένα πάθη. Στο δρόμο, τα ερωτήματα πυκνώνουν: πόσα δεν ξέρει, αλήθεια, η Λουθία γι` αυτόν τον σύζυγο, που οι τρομοκράτες ζητούν υπέρογκα λύτρα για να τον απελευθερώσουν, η αστυνομία τού καταλογίζει ύποπτες δοσοληψίες κι ως και η κινέζικη μαφία ενδιαφέρεται για την τύχη του; Και τι γνωρίζει τελικά για τον ίδιο της το εαυτό, καθώς ξυπνάει από το λήθαργο στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της; Η Μοντέρο υπογράφει μια αστυνομική περιπέτεια και μαζί ένα μυθιστόρημα μύησης και αυτογνωσίας, εναλλάσσοντας την ιλιγγιώδη δράση με τον εσωτερικό διάλογο της ηρωίδας-συγγραφέως και κλιμακώνοντας με γλυκόπικρο χιούμορ την αγωνία και τη συγκίνηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]