Νύχτωσε, οι πρώτες εντυπώσεις φόρτωσαν τα τέσσερα ποδαράκια της κούραση, τα καστανά της βλέφαρα ύπνο. Βρήκε μια μεγάλη βελανιδιά και χώθηκε στην κουφάλα της. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει τη νύχτα και να προσπαθεί το μαύρο σκοτάδι να το μαλακώσει, να το κάνει έστω κι ατέλειωτο μπλε. . . Και τα κατάφερε. Θες ήταν η προσπάθεια, θες η μαγεία του δάσους, γέμισε ο τόπος μικρές μπλε πεταλούδες. Σαν να ’γινε η νύχτα χίλια κομμάτια. «Οι μικρές μου νύχτες, οι μπλε μου πεταλούδες του Χειμώνα», ψέλλισε η Κυράνη, η Ελαφοκυράνη, κι έκλεισε τα βλέφαρα σ’ έναν ύπνο βαθύ, που μόνο τα κουρασμένα ζώα του δάσους ξέρουν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]