`Τελειώνει ο πόλεμος, λέγανε όσοι είχανε δικούς τους στο Στρατό. Θα γυρίσουν τα παιδιά μας, ο άντρας μου, τ` αδέλφι μου, ο καλός μου`. `Τελειώνει ο πόλεμος`, έλεγε κι ο κύριος δήμαρχος. `Ο προαιώνιος εχθρός νικήθηκε απ` όλους τους συμμάχους. Από την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βουλγαρία. Θα ζητήσει ειρήνη`. `Θα γυρίσει ο Γιώργος`, ψιθύριζε η κυρία Μαρία, διαβάζοντας για εικοστή φορά το τηλεγράφημα που της έστειλε ο γιος της από την ελεύθερη Θεσσαλονίκη. Ήταν ανθυπίατος στο προχωρημένο στρατηγείο του Διαδόχου. Μόνο η κυρα-Πελαγία απ` όλο το Γύθειο δεν είχε ενδιαφέρον αν τελείωνε σήμερα, αύριο, σε δύο χρόνια, ποτέ ο πόλεμος. Το βόλι είχε αρπάξει τον άντρα της. Ούτε η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ούτε η περηφάνια της νίκης δεν την άγγιζαν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]