Ήρθε στην Αθήνα το χειμώνα του 1964· ο κόσμος, έλεγες, είχε πάρει γι` αυτήν ανάποδες στροφές, είχε γυρίσει πίσω, στα παμπάλαια, προαιώνια χρόνια, όταν οι άνθρωποι ζούσαν στα δέντρα, κι όταν κατέβαιναν ν` αναζητήσουν την τροφή τους, αντιστυλώνονταν στα πόδια κι έβγαζαν τα νύχια, έτοιμοι να παλέψουν για να προστατέψουν τη ζωή τους. Ένα αγρίμι. Που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο άγριο δάσος με τα ζώα και τα πουλιά. Κι όμως! Αυτό το πλάσμα είχε έρθει στην Αθήνα για να εκτελέσει ένα υψηλό ανθρώπινο χρέος! Ν` αναζητήσει τον άνθρωπο που την είχε σώσει από τα μανιασμένα στοιχεία της φύσης, από βέβαιο θάνατο, κι είχε χαθεί, να του εκφράσει την αιώνια ευγνωμοσύνη της. 1964. . . Η Αθήνα φλεγόταν απ` τα πολιτικά πάθη που είχαν ξεσπάσει. Ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Πώς θα τον έβρισκε μέσα σ` εκείνο το χάος, που, μάλιστα, δεν ήξερε τίποτα γι` αυτόν;. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]