Κι αμέσως, έφτασα στην αναμενόμενη γαμήλια τελετή. Ήταν ένας γάμος όπου δεν πάντρευαν παρά μονάχα παρθένες, συναντούσες όμως κι αρτίστες και πόρνες και, για να φτάσεις στην παρθένα, έπρεπε να περάσεις ένα μικρό ποτάμι, ένα ρυάκι τριγυρισμένο από καλαμιές. Τότε οι άντρες κλείνονταν μαζί με τις παρθένες και μεμιάς ρίχνονταν πάνω τους. Μία ανάμεσα στις άλλες, η πιο παρθένα, είχε ένα καρό φωτεινό φόρεμα και μαλλιά μπούκλες. Ένας γνωστός ηθοποιός την είχε κατακτήσει. Ήταν κοντούλα κι αρκετά δυνατή. Λυπήθηκα που δεν μ` αγαπούσε. Η κάμαρα, μέσα στην οποία τη βάλανε, είχε μια πόρτα που δεν έκλεινε καλά και μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας παρακολούθησα την παράδοσή της. Ήμουνα, άλλωστε, αρκετά μακριά από τη χαραμάδα, αλλά απ` όλους όσους βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα κανένας άλλος, εκτός από μένα, δεν ήταν απασχολημένος με ό,τι συνέβαινε μέσα στην κάμαρα. Την έβλεπα κιόλας γυμνή και όρθια, και απορούσα πώς η αδιαντροπιά της ήταν τυλιγμένη μες στη δροσιά και σ` ένα είδος ακλόνητης απόφασης. Ένιωθε πολύ γυναίκα, αλλά σαν κάτι απολύτως φυσικό και κανονικό αυτήν εδώ τη στιγμή: ήταν μαζί μ` ένα νεαρό σύζυγο. Κι έτσι την ακολουθήσαμε από πίσω με τη βάρκα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]