Αρχές δεκαετίας του 1960, σε μια μικρή κωμόπολη της δυτικής Σικελίας. Η τραχύτητα του τοπίου συναγωνίζεται την τραχύτητα των ανθρώπων. Παράνομες δραστηριότητες, λαθρεμπόριο, εγκλήματα πάθους, υποθέσεις διαφθοράς, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, φόνοι συμφερόντων αρχίζουν να αποδίδονται σε μια άγνωστη εγκληματική οργάνωση, τη Μαφία.
Πλατεία Γκαριμπάλντι, έξι και μισή το πρωί. Την πρωινή ησυχία ταράζει το υπόκωφο μούγκρισμα του λεωφορείου που ετοιμάζεται να ξεκινήσει για το Παλέρμο. Ένας άντρας ντυμένος στα σκούρα τρέχει να το προλάβει, όταν ξαφνικά ακούγονται δύο πυροβολισμοί και πέφτει νεκρός. Η αστυνομική έρευνα ξεκινάει, χωρίς όμως αποτέλεσμα: κατά κάποιο περίεργο τρόπο, κανένας από τους αυτόπτες μάρτυρες εκείνη τη στιγμή δεν πρόσεξε κάτι.
Ο αστυνομικός επιθεωρητής, ο λοχαγός Μπελόντι, ένας άνθρωπος του Βορρά με πείσμα και όρεξη, αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση. Το θύμα ήταν ο εργολάβος Σαλβατόρε Κολασμπέρνα, ένας από τους ιδιοκτήτες του οικοδομικού συνεταιρισμού "Σάντα Φάρα". Είχε δεχτεί και στο παρελθόν απειλητικά μηνύματα, αλλά δεν είχε "πειθαρχήσει" στο καθεστώς προστασίας της περιοχής. Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τους ενόχους και να τους κάνει να ομολογήσουν, ο Μπελόντι θα βρεθεί αντιμέτωπος με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και τη σκοτεινή σχέση τους με τη Μαφία.