Ξεκίνησα το βιβλίο ετούτο με σκοπό να μιλήσω για τη Νέα Ελληνική Κουζίνα, την τάση η οποία σήμερα επικρατεί στο έντεχνο φαγητό που σερβίρεται σε πολλά εστιατόρια της χώρας μας. Στην πορεία όμως βρέθηκα να περιπλανιέμαι στους περίπλοκους, κι ενίοτε γλιστερούς, δρόμους της ταυτότητάς μας και της ελληνικότητας του φαγητού που τρώμε. Αναγκάστηκα να σκάψω στα βάθη του μουσακά για ν` ανακαλύψω την αρχαιολογία της ελληνικής γεύσης, ν` αρμενίσω πάνω στο κεχριμπαρένιο ελαιόλαδο ψάχνοντας για την ουσία της, να ψάξω ανάμεσα στα φύλλα του μπακλαβά μην και βρω την καταγωγή της κουζίνας μας και, τέλος, να λουστώ στη λάμψη της άσπιλης λευκότητας του αρχαίου μαρμάρου της φέτας μήπως ανακαλύψω την αιώνια ελληνικότητα. Αφού λοιπόν περιπλανήθηκα στους δρόμους της ελληνικότητας, αφού παραπάτησα πάνω στην κρεμώδη προγονολατρία του Τσελεμεντέ και αφού κάθισα πάνω στην οξώπετρα του Ελύτη, τρώγοντας ένα σύκο παρέα με τον Ζουράρι, βούτηξα στη θάλασσα των βιωμάτων, των στερεοτύπων, των ιδεολογιών, των ιδεοληψιών και της διαισθητικής εικόνας που έχουμε για το φαγητό μας.
Όταν βγήκα, αισθάνθηκα ότι ήμουν έτοιμος να `μαγειρέψω` την αίσθηση που έχουμε στην εποχή μας για την ελληνικότητα της κουζίνας μας. Και όταν πλέον φτιάχτηκε το φαγητό με όλη του την ελληνική γεύση, ήμουν έτοιμος να μιλήσω για τις αρχές, τις πηγές και την πορεία της Νέας Ελληνικής Κουζίνας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]