Την επόμενη μέρα πήγαμε στο σπίτι της. Ένα σπουδαίο σπίτι στην παλιά πόλη, τέλεια αναπαλαιωμένο. Η Κατερίνα είχε αποφασίσει να μείνει μαζί μου στο ξενοδοχείο και μάζευε ορισμένα πράγματα σε μια μικρή βαλίτσα. Καθώς περιεργαζόμουν το σπίτι πρόσεξα ένα μεταλλικό κουτί με παλιές φωτογραφίες πάνω στο τζάκι. Το πήρα και κάθησα σε μια πολυθρόνα. Μπορώ να τις δω; Ασφαλώς. Είναι της μαμάς. Παμπάλαιες αλλά τις προσέχει σαν τα μάτια της. Ήταν όλες μαυρόασπρες, ελαφρώς κυρτές από την πολυκαιρία. Οι περισσότερες, τυπικές οικογενειακές φωτογραφίες επαγγελματικής λήψης, αλλά δυο, τρεις δεκαετίες πριν. Ξαφνικά κεραυνοβολήθηκα. Σε μια φωτογραφία ήταν δυο γυναίκες μέσα σ` ένα οβάλ πλαίσιο. Η μητέρα της Κατερίνας και η μητέρα μου! Κοιτούσα σαν χαμένος. Πώς ήταν δυνατόν; Τί σχέση μπορεί να υπήρχε, πώς γνωρίζονταν, πώς φωτογραφήθηκαν μαζί; Πότε; Πού; Δεν είχα καμμιά αμφιβολία ότι ήταν η μητέρα μου, πολλά πολλά χρόνια πριν. Η φωτογραφία δεν είχε κάποια ένδειξη ημερομηνίας στο πίσω μέρος. Έψαξα γρήγορα όλες τις άλλες, χωρίς αποτέλεσμα. Μόνον αυτή η μια. Την πήρα χωρίς να πω τίποτα στην Κατερίνα, που πρόσεξε μια μικρή αλλαγή στη διάθεσή μου. Μην κοιτάς αγάπη μου παλιές φωτογραφίες, κι εμένα με μελαγχολούν.