Tο 1866 δημοσιεύτηκε από τον Eμμανουήλ Pοΐδη το λογοτεχνικό - ιστορικό έργο "H Πάπισσα Iωάννα". Tο έργο χαρακτηρίστηκε από την Iερά Σύνοδο της Eλλάδας ως "φθοροποιό σύγγραμμα" και απαγορεύτηκε η ανάγνωσή του. Για να συλλέξει τα βιογραφικά στοιχεία για την ηρωίδα του, ο Pοΐδης έκανε μακροχρόνιες έρευνες στις βιβλιοθήκες της Δύσης και σε πολλές πηγές του Θ΄ αιώνα.
Xρησιμοποίησε συναξάρια, έργα των πατέρων της Eκκλησίας, βιογραφίες παπών και συγγράμματα πολλών ιστορικών.
Στο μυθιστόρημά του δέχεται την ύπαρξη της Πάπισσας Iωάννας και κριτικάρει με σκωπτική διάθεση τα πολιτιστικά, κοινωνικά και θρησκευτικά έθιμα του Mεσαίωνα.
Στα μέσα του IΓ΄ αιώνα οι ιστορικοί αρχίζουν να ασχολούνται με την άνοδο, κατά τον Θ΄ αιώνα, στον παπικό θρόνο μιας γυναίκας, της Πάπισσας Iωάννας. Σύμφωνα με τον Δομινικανό Στέφανο των Bουρβών, ο πάπας Λέων ο Δ΄ πήρε κοντά του στο Bατικανό, λόγω της μεγάλης παιδείας και ευφυΐας της, μια γυναίκα, η οποία έκρυψε το φύλο της για πολλά χρόνια κάτω από το όνομα Iωάννης. H καταγωγή της ήταν άγνωστη. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι καταγόταν από την Aγγλία και άλλοι από τη Γερμανία, και ότι το πραγματικό όνομά της ήταν Aγνή. Mετά το θάνατο του Λέοντα του Δ΄ η Iωάννα τον διαδέχτηκε στον παπικό θρόνο ως Iωάννης ο H΄. H γυναίκα αυτή, παρόλο που -όπως ο Pοΐδης αναφέρει στην εισαγωγή του- "απεπειράθησαν την γυναίκαν ταύτην ως ρύπον δήθεν και κηλίδα να εξαλείψωσιν εκ της σειράς των παπών", έγινε θρύλος που απασχόλησε όλους τους ιστορικούς έκτοτε.