"Η Ιωάννα, κατά την μαρτυρίαν πάντων των ιστορικών, υπήρξε, κατ` αρχάς τουλάχιστον, καλός πάπας, φυλάττουσα των προκατόχων της τας παραδόσεις και ακαμάτως υφαίνουσα το δογματικόν εκείνο δίκτυον, το προωρισμένον ν` αποκρύπτη τον ουρανόν εις τα όμματα των ευσεβών χριστιανών".
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στην "Πάπισα Ιωάννα" (1866), αφηγείται την ιστορία της Ιωάννας η οποία κατάφερε να εκμεταλευτεί τις δεισιδαιμονίες, την τυπολατρία, τη μυστικοπάθεια των κληρικών αλλά και του λαού και να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο, μετά το θάνατο του Λέοντα Δ΄, χωρίς ωστόσο να καταφέρει ταυτόχρονα να επιβληθεί στη φιληδονία και στα ερωτικά της πάθη.
Ο Ροΐδης γράφει ένα μυθιστόρημα για τα ήθη της μεσαιωνικής ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η σατιρική του πένα διακωμωδεί και ασκεί ανηλεή κριτική στην κοινωνία, στην Εκκλησία, στην πολιτική, καθώς και στη στομφώδη λογοτεχνία της εποχής του. Το έργο -αν και κρίθηκε σκανδαλώδες και προξένησε τον αφορισμό του Ροΐδη από την Ιερά Σύνοδο, με την κατηγορία ότι "γέμει πάσης ασεβείας, κακοδοξίας και αισχρότητος"- γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και συγκαταλέγεται ασφαλώς μεταξύ των αριστουργημάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας.