`...Θυμήθηκα το σάλι της και της είπα έτσι για παρηγοριά: `Κρυώνεις εσύ, Μαργαρίτα, αλλά σκέψου ο Τζορτζ τώρα με το σάλι σου θα `χει τη ζεστασιά του χάρη σε σένα`. Σαν να χαμογέλασε, μια υποψία από χαμόγελο όλο κι όλο, μα πάλι συννέφιασε. `Έπρεπε να παρακαλέσω τη Ρόουζι να γράψει το χαρτάκι`, είπε και συμπλήρωσε: `Θα μου έκανε τη χάρη, δε γίνεται...`. Φοβόταν φαίνεται πως το σάλι της δε θα `φτανε τελικά στα χέρια του. Εγώ δεν είχα τέτοιο φόβο και πήγα κάτι να πω για τον Χανς, πως θα το φρόντιζε εκείνος, όμως άλλο της είπα. `Και ποια είναι αυτή η Ρόουζι;`, ρώτησα. `Τον αγαπάει κι αυτή`, είπε και σώπασε. Όπως προχωρούσαμε συνέχισε μονολογώντας. `Αυτή ξέρει γράμματα, είναι κι αυτή μαζί του στις σχολές στο πανεπιστήμιο... ξέρουν να γράφουν αυτοί... να διαβάζουν... θα `θελα να `ξερα κι εγώ... να μπορούσα να γράψω τ` όνομά του... μόνο αυτό...`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]