«Είχε εργοστάσια εκεί που `σουν, δουλειές για τον κόσμο;» «Ναι, πολλά. Έβρισκες δουλειά». «Έκανε κρύο, ε;» «Ναι, έκανε. . .» «Και τ’ αεροπλάνο που σ` έφερε ήταν μεγάλο;» «Όχι, μικρό. Ήταν τσάρτερ φλάιτ». «Άι, καλά. Δώσ` μου τώρα πλάκες. . .» Ο μαστρο-Στέλιος καθόταν πάνω στα ταβανοσάνιδα λες και καθόταν στην πολυθρόνα του σαλονιού του. Μονάχα έβγαζε πού και πού το παλιό στρατιωτικό τζόκεϊ και με την ανάποδη του χεριού του σκούπιζε τον ιδρώτα απ` το μέτωπο. Προχώρησα με τα χέρια ανοιχτά, σαν ακροβάτης. Απ` τα περάσματα στα ταβανοσάνιδα, έβλεπα τα κέδρινα δοκάρια, χοντρά και καπνισμένα πιο κάτω, στο βάθος, το πάτωμα. Έσκυψα για τις πλάκες. Η ματιά μου ξανάπεσε στο πάτωμα. Ζαλίστηκα. Μόλις που έβλεπα την ξυλόσομπα - σκεπασμένη με χοντρό νάιλον - κι ένα μέρος από το μπουρί. Δίπλα, γυρισμένο ανάποδα και με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο, το κρεβάτι της γιαγιάς· τα πόδια του στέκονταν στον αέρα. Το δωμάτιο αυτό ήταν αταβάνωτο και όπως λέει η μάνα, σ` αυτό το δωμάτιο γεννηθήκαμε, εγώ και τ` αδέρφια μου. Έκανα να κουνηθώ. Ένα κομμάτι πλάκας ξέφυγε απ` τα περάσματα κι έσκασε στο πάτωμα, κοντά στ` άλλα. Άρχισα να κουβαλώ πλάκες και να τις ντανιάζω δίπλα στον μάστορα. Πρόσωπα που έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους, σε μικρές ή μεγάλες καμπές της ζωής τους. Η προσπάθειά τους να βρουν ξανά ένα δρόμο δένει τις οχτώ ιστορίες του βιβλίου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]