ΧΟΦΦΜΑΝ: «Εμείς οι τρεις δεν θα καθόμασταν τώρα εδώ, σε τούτο το τραπέζι, αν τηρούσαμε σοβαρά το χρόνο. Δεν έχω γεννηθεί πολύ πιο πριν από εσάς, Γκόγκολ;» [. . .] ΓΚΟΓΚΟΛ: «Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι μια πολύ συνηθισμένη ιστορία, εγώ όμως ήθελα να εκμαιεύσω από ένα φανταστικό γεγονός την εξέλιξη μιας συνηθισμένης ζωής». Ο ΚΑΦΚΑ είπε ήσυχα: «Αν εξαιτίας μιας άθλιας σύμπτωσης διασωθεί μετά το θάνατό μου κάτι από το έργο μου, κανείς δεν θα θυμάται πια ότι γεννήθηκα στη μοναρχία των Αψβούργων και ύστερα έζησα και πέθανα στη δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας. Ίσως νιώθει κανείς σε όλα αυτά που γράφω κάτι από το μαρτύριο, από την ανασφάλεια, από τις αμφιβολίες που ξυπνάει στον άνθρωπο μια αλλαγή των καιρών, αλλά και τον δικό μου φόβο για το θάνατο». «Ο θάνατος που πλησίαζε δεν μπόρεσε να με εμποδίσει», είπε ο ΧΟΦΦΜΑΝ, «να πολεμώ ως την τελευταία στιγμή τον εχθρό μου, τον Υπουργό των Εσωτερικών. Και για να επανέλθουμε, Γκόγκολ, στη συζήτησή μας για το απτό και το φανταστικό: δεν ανήκουν στον κόσμο μου μόνο όνειρα και φαντασίες, αλλά και προαισθήματα, ελπίδες, φόβοι. Καμιά φορά μάλιστα ένας ποιητής κατορθώνει να επινοήσει κάτι που η ίδια η ζωή δεν το έχει ακόμα πραγματοποιήσει». Ο ΚΑΦΚΑ δεν μίλησε πλέον ήσυχα στο κενό, αλλά δυνατά στον απέναντί του: «Θα με κατηγορήσουν ότι ο κόσμος μου είναι αδιέξοδος. Δεν έχω όμως το δικαίωμα, εφόσον η πραγματικότητα μου φαίνεται αδιέξοδη, να την απεικονίζω όπως τη βλέπω;» Η Άννα Ζέγκερς [. . .] οργανώνει «αυθαίρετα» σ` αυτή τη νουβέλα μια φανταστική συνεύρεση του Ε.Τ.Α. Χόφφμαν, του Νικολάι Γκόγκολ και του Φραντς Κάφκα σ` ένα καφενείο της Πράγας, κατά το πρότυπο των παιχνιδιών με το χρόνο του Χόφφμαν. Οι τρεις μεγάλοι συγγραφείς συνομιλούν και ανταλλάσσουν απόψεις για το έργο τους, τον κόσμο και τη λογοτεχνία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]