Η νέα συνείδηση της κρίσης, που αναπτύχθηκε με μεγάλη ταχύτητα στις αρχές της δεκαετίας του `70, εδραιώθηκε μέσα στην ύστερη αστική πνευματικότητα στα τέλη της δεκαετίας του `70 και στη δεκαετία του `80. Τα κύματα, οι θύελλες και οι κλυδωνισμοί της πολιτικής και της οικονομίας δεν ανασκαλεύουν μόνο την επιφάνεια της συνείδησης. Αν και η αντικειμενική συνάφεια τους με την παρούσα κατάσταση της κρίσης στην ύστερη αστική σκέψη παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές συγκεχυμένη και μυστικοποιημένη, διαιωνίζει, παρ` όλα αυτά, το νέο -ερμηνευμένο σύμφωνα με το πρότυπο της φιλοσοφίας της ζωής- βίωμα της κρίσης, όπου οι συγκρούσεις και οι οδυνηρές εκπλήξεις, οι καταθλιπτικές εμπειρίες των `αντικειμενικών αναγκαιοτητών` που ματαιώνουν την πραγματοποίηση των προθέσεων, περιέρχονται στην ιστορικο-φιλοσοφική διάσταση του τέλους της ιστορίας και εμφανίζονται σαν συμπτώματα του μεταμοντέρνου, της καθολικής διάσπασης και του μοιραίου αδιέξοδου. Σε αντιστοιχία με τις διακυμάνσεις αυτών των ταλαντεύσεων, προβάλλει στην επιφάνεια της ύστερης αστικής συνείδησης της κρίσης άλλοτε η βεβαιότητα, ένας εύθραυστος οπτιμισμός που τρέφεται από τη μη έλευση ή τη μετατόπιση της -διακηρυγμένης ακριβώς σαν επικείμενης- πτώσης του κόσμου και άλλοτε ο κιρκεγκαρντιανός τρόπος σκέψης, η διάθεση του Φόβος και τρόμος, που στις μέρες μας όχι μόνο διατηρούνται από την υπαρξιστική παραλλαγή της φιλοσοφίας της ζωής, αλλά και γίνονται δεκτές ή αναδιατυπώνονται από τη θεωρία της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Σε φαινομενικά ευνοϊκότερες καταστάσεις επισείεται ο κίνδυνος των νεκρολογιών. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]