Κύριο και κτήτορα του φυσικού κόσμου ήθελε ο Καρτέσιος τον άνθρωπο, που με τη δύναμη της λογικής, την επιστήμη και τις τεχνικές του είναι σε θέση -και οφείλει- να τιθασεύσει την άγρια φύση. Και πράγματι, η ιστορία του βιομηχανικού πολιτισμού δείχνει ότι η φιλοσοφική αυτή θέση απετέλεσε τον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας της προόδου που κυριάρχησε τους επόμενους δυόμισι αιώνες. Αναπόσπαστο μέρος της Γαίας, του ζωντανού πλανήτη, που συνενώνει τα έμβια όντα, τον αέρα, τις θάλασσες, τα πετρώματα σε έναν ενιαίο και αδιαίρετο «υπεροργανισμό», θέλουν από την πλευρά τους τον άνθρωπο ο James Lovelock και οι σύγχρονοί οπαδοί της «βαθιάς οικολογίας». Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο όψεις είναι εμφανής. Είναι όμως και παραπλανητική γιατί και οι δυο αυτές ακραίες θέσεις οδηγούν κατά παράδοξο τρόπο σε πανομοιότυπα συμπεράσματα ως προς την πρακτική στάση και την ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στη φύση, τα οποία, με τα σημερινά δεδομένα -και λίγο κοινό νου-, θα δυσκολευόταν κανείς να αποδεχθεί: κύριος και κτήτωρ ή ταπεινό μέρος του φυσικού κόσμου, ο άνθρωπος απαλλάσσεται και στις δύο περιπτώσεις από την ευθύνη που φέρει για τις καταστροφές που προκαλούν οι δραστηριότητές του στη φύση. Και στον τόμο αυτό, όπως και στον προηγούμενο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις μας με τίτλο «Οικολογία και Επιστήμες του Περιβάλλοντος», στόχος παραμένει η ανάδειξη των τάσεων και των απόψεων στους διάφορους τομείς της οικολογικής σκέψης. Το ιδιαίτερο αντικείμενο είναι αυτή τη φορά η Φύση. Μια έννοια τόσο κοινή, όσο και απρόσιτη, αφού πολλές από τις εκδοχές της παραμένουν ακόμη άγνωστες και αδιευκρίνιστες. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα προλάβουμε να την μελετήσουμε (και επομένως να την προστατεύσουμε) πριν να είναι πολύ αργά. Πριν δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος τη θυσιάσει στο βωμό μιας ραγδαίας επερχόμενης αστικοποίησης. Μερικοί από τους πιο έγκυρους συγγραφείς-μελετητές του οικολογικού χώρου καταθέτουν εδώ τη δική τους απάντηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]