Σε μια μακρινή πολιτεία, ούτε δική μου μα ούτε και δική σας, στη μέση της μεγάλης πλατείας, βρισκόταν ένα μεγάλο παλιό ρολόι. Κανείς δε θυμόταν από πότε είχε στηθεί εκεί το ρολόι, κι έτσι ήταν σαν να υπήρχε από πάντα, από την αρχή του χρόνου.
Το ρολόι ορθωνόταν περήφανο και αγέρωχο, λοιπόν, στη μέση της μεγάλης πλατείας. Κάθε μέρα, σε κάθε εποχή, σε κάθε γιορτή και σε κάθε σχόλη χτυπούσε σχολαστικά και με μεγάλη ακρίβεια τις ώρες. Τα καμπανίσματά του ακούγονταν σ` ολόκληρη σχεδόν την πολιτεία. Πρώτος, τα άκουγε ο αέρας. Με ανάλαφρες χορευτικές κινήσεις αγκάλιαζε τον ήχο κάθε ώρας, κι ύστερα στροβιλιζόταν μαζί του στην απεραντοσύνη του χρόνου. Ο ιδιότυπος αυτός καβαλιέρος κάθε ώρας, άλλοτε χόρευε αργά μαζί τους μελωδικούς χορούς κι άλλοτε μανιασμένος τράνταζε τις καημένες τις ώρες σε ρυθμούς ξέφρενους που έκοβαν την ανάσα. Τα φθινοπωριάτικα απογεύματα, για παράδειγμα, προσκαλούσε με ευγένεια και χάρη, σαν κομψευόμενος νεαρός του παλιού καιρού, την ώρα Τέσσερις πρώτα και την ώρα Πέντε έπειτα, πάντοτε με ακρίβεια, χωρίς λεπτό καθυστέρηση, σ` ένα χαριτωμένο βαλς με μελωδίες γλυκές και απαλά στροβιλίσματα, που έκανε τα ερωτευμένα ζευγάρια ακόμα πιο ερωτευμένα. Η καρδιά τους φτερούγιζε σαν τρεμάμενο πουλί πριν το πρώτο του πέταγμα και τα βήματά τους συντονίζονταν σε ένα ρυθμό σαν να ήταν μία ψυχή.
Τα χειμωνιάτικα βράδια, για να σας δώσω κι ένα άλλο παράδειγμα, που ήταν πολύ μα πολύ λυπημένος που έμενε μόνος του, ούρλιαζε μανιασμένα και φώναζε δυνατά την κάθε ώρα: Οκτώ, Εννέα, Δέκα. Τις άρπαζε από τα μαλλιά μόλις ξεμύτιζαν από το μεγάλο ρολόι, τις ταρακουνούσε με δύναμη και τις ανάγκαζε να τρέχουν μαζί του ξέπνοες, σ` έναν αγώνα δρόμου δίχως τέλος. Οι καημένες οι ώρες τον ακολουθούσαν, μην μπορώντας να κάνουν αλλιώς, κλαμένες, μαδημένες, άχαρες. [...]