«Θα σε δω σε δέκα χρόνια» σκέφτεται ο δεκαοκτάχρονος Λευτέρης Κυπραίος το 1976. Και κλείνει το πρώτο ραντεβού-απολογισμό με τον εαυτό του. Τη στιγμή που γεμάτος όνειρα, φόβους, επιθυμίες -ερωτικές και υπαρξιακές- παίρνει το τρένο της ζωής και φτάνει για σπουδές στο ακριτικό Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής. «Ανήθικο είναι να φοβάσαι τον εαυτό σου» συλλογίζεται μόλις κατεβαίνει στο σταθμό. Βουτάει άφοβα, να ανακαλύψει τα βάθη της ψυχής του. Κι αυτή του δείχνει ένα δρόμο ταραγμένης ευτυχίας αλλά μικρής διάρκειας. Με τη λέξη «τέλος» πριν πατήσει τα 40 του. Δεν πανικοβάλλεται. Κάνει την καθημερινότητα πηγή ζωής. Γνωρίζει τον έρωτα, την απογοήτευση, τον πόνο, τη χαρά. Και τρέχει να προλάβει τον λίγο χρόνο. «Γιατί είμαι ήδη ένας οδοιπόρος. Δεν έχω πατρίδα και στέγη. Και η ώρα μου είναι να φύγω» γράφει στα 25 του. Και μέσα στα 33 του χρόνια -ένα τροχαίο ατύχημα τον Μάιο του ’91 του πήρε τη ζωή- ο Λευτέρης Κυπραίος προλάβαινε να αφήσει την ανάσα της ψυχή του στα κείμενά του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]