Η βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, ανιψιά του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή, ταξίδεψε στην Ιταλία τον Απρίλιο του 972 με μια λαμπρή συνοδεία και τη μεγαλοπρεπή προίκα της, για να παντρευτεί το διάδοχο του γερμανικού θρόνου, Όθωνα Β`, στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης. Από τη μέρα του γάμου της σφράγισε για δύο δεκαετίες την πολιτική σκηνή της γερμανικής αυτοκρατορίας με την εξυπνάδα και τις ικανότητές της αρχικά στο πλευρό του άντρα της κι από το 983 ως κηδεμόνας του ανήλικου γιου της. Η εκλεπτυσμένη Βυζαντινή, αν και μεγαλωμένη μέσα στην πολυτέλεια του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, χρειάστηκε επί χρόνια να περιπλανηθεί αδιάκοπα από τη μία ως την άλλη άκρη της αχανούς γερμανικής αυτοκρατορίας ως Γερμανίδα αυτοκράτειρα στο πλευρό του άντρα της και του γιου της, για τις ανάγκες της διακυβέρνησης.
Η Θεοφανώ δεν αποκόπηκε ποτέ από τις ανατολικές καταβολές της. Ο γιος της, Όθωνας Γ`, βαθιά επηρεασμένος από το βυζαντινό πνεύμα, που του είχε εμφυσήσει η Βυζαντινή μητέρα του, θέλησε να συνεχίσει το έργο της μετά το θάνατό της, το 991. Αντιπροσωπευτικά δείγματα του πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης κατέκλυσαν τη Δύση μετά τον ερχομό της στη Γερμανία το δέκατο αιώνα, δίνοντας πνοή σε μια καλλιτεχνική παραγωγή, της οποίας πρότυπο ήταν τα βυζαντινά έργα τέχνης. Αυτή η πνευματική επίδραση και κληρονομιά αποτέλεσαν τη σημαντική προσφορά της ίδιας και της βυζαντινής πατρίδας της στον ηγεμονικό οίκο των Οθώνων και στον πολιτισμό της γερμανικής αυτοκρατορίας του Μεσαίωνα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]