Η Ελληνική γλώσσα ρέει μέσα στον χρόνο βουερός Κυκλοβόρος, Μαίανδρος λεπτοφυής, πλατύστερνος Νείλος, -το ίδιο ηρακλείτειο ποτάμι που `σκίδνησι και πάλιν συνάγει` των υδάτων τα συστήματα. Αυτή η αέναος ροή διασφαλίζει και τη διάρκεια μες στους αιώνες και την αλλαγή. Οι βαθιές τομές στη ζωή ενός έθνους ασφαλώς επηρεάζουν και την εξέλιξη της γλώσσας του, αλλά πάντως οι μεταβολές που οφείλονται σε πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις γίνονται ορατές ύστερα από καιρό. Η γλώσσα δεν πανικοβάλλεται από τα κτυπήματα της Μοίρας. Εντούτοις η περιοδολόγηση της γλωσσικής μας ιστορίας, η κατάτμηση δηλαδή του εκτεταμένου πεδίου της έρευνας, είθισται να συστοιχείται με σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του ελληνισμού. Έτσι και στο βιβλίο αυτό, που από τη φύση του αποστρέφεται τα πυροτεχνήματα των νεωτερισμών, ακολουθείται για λόγους πρακτικούς η πεπατημένη.
Στην ιστορία λοιπόν της Ελληνικής διακρίνονται πέντε περίοδοι, αλλά με σύνορα ρευστά. Η πρώτη, η Αρχαιοελληνική, έχει την αρχή της στο έρεβος των αιώνων και την απόληξή της στον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.). Η δεύτερη, η περίοδος της Κοινής, δικαιούται να διεκδικήσει και την εποχή του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Η τρίτη περίοδος, η Βυζαντινή ή Μεσαιωνική εκτείνεται ως την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), η τέταρτη, η Μεταβυζαντινή ή πρώιμη Νεοελληνική, ως τις παραμονές της εθνικής παλιγγενεσίας και η πέμπτη, η κυρίως Νεοελληνική, ως τις ημέρες μας. Η τελευταία αυτή και αποσπά για λόγους ευνόητους τη μερίδα του λέοντος στην κατανομή των κεφαλαίων. Στα παραρτήματα εγκλωβίζονται θέματα που η επεκτατική τους προδιάθεση θα απειλούσε την ούτως ή άλλως συζητήσιμη συμμετρία του έργου. Στην παραμυθία του φιλομαθέστερου αναγνώστη, που θα δυσανασχετούσε με την αποσπασματική και συνοπτικότατη πραγμάτευση του υλικού, αποσκοπεί η σχετικώς εκτεταμένη βιβλιογραφία.
Στις εισαγωγές επισημαίνονται τα κύρια γνωρίσματα της αντίστοιχης περιόδου, ούτως ώστε ο αναγνώστης να έχει μία πανοραμική θέαση του δάσους προτού περιεργαστεί το κάθε δέντρο χωριστά. Κατά κανόνα το κάθε επιμέρους κεφάλαιο περιλαμβάνει το δοκίμιο, παραθέματα κειμένων και εικονογράφηση. Στο δοκίμιο σκιαγραφείται ένα φαινόμενο μείζονος σημασίας για την εξωτερική ή την εσωτερική εξέλιξη της γλώσσας και φωτίζονται τα γενεσιουργά του αίτια. Τα παραθέματα διασαφηνίζουν τους θεωρητικούς προβληματισμούς και φιλοδοξούν μέσα από την λεπτομέρεια να προσεγγίσουν τη γενίκευση. Οι δειγματοληψίες αυτές συνοδεύονται από μεταφράσεις, αν πρόκειται για κείμενα της αρχαίας ή της λόγιας βυζαντινής γραμματείας, και από ποικίλα σχόλια και ερμηνεύματα. Κριτήριο επιλογής δεν ήταν φυσικά ο βαθμός λογοτεχνικότητας, αλλά η γλωσσική αξία των κειμένων. Έτσι ενδέχεται να έχει αγνοηθεί ο κλασικός (ακόμη χειρότερα: ο ευνοούμενός σου ποιητής, παρορμητικέ αναγνώστη!) και να έχει προκριθεί ο `βραδέως γράφων`, επειδή ακριβώς στο κείμενό του εμφανίζονται είτε φαινόμενα απλοποιητικής τάσης είτε η χαλιναγώγηση που επιβάλλει ο σεβασμός της παράδοσης -οι δύο αυτές δυνάμεις καθορίζουν τις εσωτερικές αλλαγές κάθε γλώσσας. Η εικαστική τέλος ρητορικότητα δορυφορεί τη διδαχή των κειμένων. Φυσικά και εδώ το κριτήριο επιλογής δεν ήταν πάντοτε η υψηλή καλλιτεχνικότητα, αλλά η ερμηνευτική χρησιμοθηρία.
Η `Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας` έχει μία και μόνη φιλοδοξία: να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ευρύτατου κοινού για το μέγιστο και αειθαλές επίτευγμα του ελληνισμού, τη γλώσσα του. Συχνότατα μια απλή νύξη, μια φράση που μένει αγκιστρωμένη στη μνήμη αποβαίνει η απαρχή μίας δια βίου πνευματικής περιπλάνησης. Δεν είναι λοιπόν η `Ιστορία` το οριστικό και αυτάρεσκο έργο αναφοράς που παρέχει από καθέδρας πληθωρική και συνοφρυωμένη γνώση, αλλά ένα ανάγνωσμα φιλικό, απαλλαγμένο από την αλαζονεία της πληρότητας και από την ύβρη της συναίσθησης ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]