Ο Ελύτης ονειρεύτηκε για χάρη μας έναν κόσμο θαυμάτων. Από το άνοιγμα της πόρτας κοίταξε τον Παράδεισο, είδε τα χρώματα να γίνονται εντονότερα στη διαφάνεια του τοπίου κι εκεί συνάντησε τον «δεύτερο εαυτό του», όπως τον αποκάλεσε. Τα παραπάνω είναι γνωστά. Τώρα, ο συγγραφέας αυτού εδώ του βιβλίου, με τη βοήθεια των εικονογράφων, μεταφέρει το ίδιο εκείνο όνειρο στους αναγνώστες, σαν να ήταν δικό του. Να κάνεις ένα ξένο όνειρο δικό σου, να ζεις το όνειρο ενός άλλου, είναι μία πράξη που τελείται, κυρίως, απ’ τα παιδιά και τους ερωτευμένους. Σαν παιδιά ή ερωτευμένοι, ο συγγραφέας και οι εικονογράφοι μπήκαν λαθραία στο όνειρο του Ελύτη, στο ρεμβασμό μιας φύσης γεμάτης με καθρέφτες και σύμβολα, και περιγράφουν τι είδαν. Ο Ελύτης είχε πει κάποτε στον συγγραφέα πως το όνειρο θα έπρεπε να είναι κάτι σαν την άλγεβρα ή τη γεωγραφία, ένα μάθημα που θα μπορούσε να διδαχθεί. Γοητευμένος απ΄ το απόφθεγμα, ο συγγραφέας προσπάθησε εδώ, σ’ αυτές τις σελίδες, να διδάξει το όνειρο του Ελύτη σ’ όσους διαβάζουν ακόμη με ολόκληρο τον ψυχισμό, και όχι μόνο με τα μάτια. Και οι δύο εικονογράφοι, οι συνεργάτες του συγγραφέα, ξεδίπλωσαν τους χάρτες πάνω σε μια επιφάνεια από φως.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]