Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που έφυγε από κοντά μας ο Αντώνης Καρκαγιάννης και είμαι σίγουρος ότι έχει λείψει πολύ στους αναγνώστες του, τους ανθρώπους με τους οποίους έκτισε με τον δικό του τρόπο μια μακρά σχέση εμπιστοσύνης. Οφείλω να ομολογήσω πως και σ` εμάς εδώ, στην οικογένεια της `Καθημερινής`, μας έχει λείψει πολύ. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε είχε μεγάλη σημασία μια κουβέντα με τον Καρκαγιάννη που έκρυβε πάντοτε εκπλήξεις, αιρετικές προσεγγίσεις και απρόσμενη κριτική. Για την `Κ` ήταν μια φωνή συνείδησης, υπεράσπισης αιρετικών απόψεων με τρόπο επίμονο, δίκαιο και με μεγάλη φροντίδα για τις τύχες των αδικημένων. Ο Καρκαγιάννης έζησε μια πολυτάραχη ζωή που θα μπορούσε να γίνει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Του άρεσε, άλλωστε, να είναι πάντοτε πρωταγωνιστής στη ζωή, από τον τρόπο που φρόντιζε το ντύσιμο του μέχρι την κυριαρχία του σε οιανδήποτε συζήτηση. Άνθρωπος βαθιά μορφωμένος και πολιτισμένος, είχε μια καλλιέργεια η οποία είχε ποτίσει το πετσί του και τον οδηγούσε σε έξοχες αναζητήσεις. Σπανίως μιλούσε για τα χρόνια της εξορίας και της φυλακής. Συνήθως το έκανε για να διηγηθεί μια πλάκα σε βάρος κάποιου συγκροτούμενου, και πολύ πολύ αργά το βράδυ και ύστερα από αρκετό ουίσκι θυμόταν το πείσμα με το οποίο περπατούσε κάποια ανηφόρα με τις πέτρες να του σχίζουν τα γόνατα και τον ανελέητο ήλιο να τον λιώνει, μόνο και μόνο για `να μην του περάσει εκείνου του κτήνους του αρχιλοχία`. Μας άρεσε να τον ρωτάμε γιατί άφησε μιαν αστική θαλπωρή και μια σίγουρη δικηγορική καριέρα μπλέκοντας σε παράνομους μηχανισμούς και επώδυνες περιπέτειες και εκείνος απαντούσε μονολεκτικά `γιατί βαριόμουνα σπίτι`. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]