`Ας αναπαύεται ήσυχος ο Φλωμπέρ, αυτή η Έμμα Μποβαρύ δεν είμαι εγώ`. Αυτή τη διαβεβαίωση δίνει σ` έναν αμήχανο και καχύποπτο εκδότη (αλλά με θέληση αρκετή ώστε να επεμβαίνει εδώ και κει στο χειρόγραφο) ο Βιντσέντσο, ο φανταστικός συγγραφέας αυτού του μυθιστορήματος γραμμένου σε τρίτο πρόσωπο. Η διήγησή του όμως, κάθε άλλο παρά αποστασιοποιημένη, είναι η ζωή ενός άντρα νευρωτικού, παρά τον δηλωμένο και εμφανή δυναμισμό του. Ενός άντρα μόνου, παρά το πλήθος των γυναικών και των παιδιών και των φίλων. Ενός άντρα καταξιωμένου, παρά τις απογοητεύσεις που συναντάει σε κάθε περίσταση. Ενός άντρα εξαιρετικά σύγχρονου, κάθε άλλο παρά εξαιρετικού. Ο Βιντσέντσο κάνει ψυχανάλυση μ` έναν καθηγητή φοβερό όσο και γελοίο, και οι ώρες που περνάει στον καναπέ του ψυχαναλυτή -εναλλασσόμενες με διαστήματα απομόνωσης ή αναμονής στο χώρο κάτω από τη σκάλα- είναι ευκαιρίες για να θυμηθεί, να κατανικήσει όσα έχει απωθήσει, να ζήσει ή να προσποιηθεί ότι ζει αμέτρητες ζωές που συνενώνονται σε μία και μόνη: αυτή που ο Calderon ισχυρίζεται πως είναι ένα όνειρο. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι ο Βιντσέντσο είναι ο Βιττόριο, ο ίδιος ο συγγραφέας, κι αφήνεται να παρασυρθεί στη λεπτή ισορροπία (ή ανισορροπία) που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή του ήρωα και στη ζωή του μεγάλου ηθοποιού, θριαμβευτή της σκηνής και της οθόνης. Ανακαλύπτει ακόμη ότι ο Γκάσμαν έγραψε ένα αληθινό μυθιστόρημα, μπαρόκ και μεταμοντέρνο, που ξεχειλίζει από διαθέσεις και πάθη, δονήσεις και παλινδρομήσεις, ιδανικά και μικρότητες. Ότι έχει φτιάξει -περνώντας με την ίδια επιτυχία από τις πιο διαφορετικές τεχνικές, από την αφήγηση στο μονόλογο, από τους διαξιφισμούς του θεατρικού δράματος στο σενάριο της κινηματογραφικής κωμωδίας, από την ποίηση στο χρονικό- μια πολυεδρική κατασκευή, ακριβώς όπως κι η ζωή, πότε αγχώδη και πότε διασκεδαστική, πότε μεγαλειώδη και πότε περιορισμένη, πότε συναρπαστική και πότε ταπεινωτική.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]