... Ένοιωθε ξεχωριστός και μόνο που του απηύθυνε το λόγο. Έγινε απλός, επειδή έτσι πίστευε πως θα της άρεσε. Ένοιωθε δυνατός και ικανός για όλα, επειδή εκείνη τον ενθάρρυνε με κάποιο τρόπο, χωρίς να του το λέει. Τον μύησε σε έναν άλλο τρόπο ζωής και σκέψης χωρίς λόγια, μόνο με παράδειγμα τον εαυτό της, το έργο της. Άρχισε να δανείζεται βιβλία από κείνη και νόμιζε πως ήταν δική του η απόφαση να διαβάσει, ενώ στην πραγματικότητα εκείνη τον παρέσυρε, με τις ιστορίες της και τον ενθουσιασμό της. "Καταπληκτικό βιβλίο", έλεγε κάποια στιγμή, κρατώντας το με τα δυο της χέρια μπροστά στο στήθος της, "και πού δεν με ταξίδεψε. Άξιζε τα ξενύχτια" και δίνοντάς του το, τον ρωτούσε, "το έχεις διαβάσει;"...