Ο ήλιος πάει να δύσει. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής πάνω από τον θαλασσινό ορίζοντα. Το πέλαγος εκεί πέρα, μαζί και τα σύννεφα πάνωθέ του, έχουν τώρα κοκκινίσει. «Το χρώμα μου», σκέφτεται μεμιάς ο Φάνης. «Η ομάδα μου. Η επανάσταση. Το αίμα της πληγής μου. Όλα κόκκινα. Κόκκινα και τα χείλη της Νιόβης απέναντί μου. Η ζωή μου όλη βουτηγμένη μέσα σ` ένα κόκκινο. Στο κόκκινο του θυμού και του πάθους μου. Της αγάπης και της αγανάκτησής μου. Του ήλιου που πάει να δύσει και της αυγής που μέλλει να `ρθει. Ναι, έτσι είμαι εγώ. Από γεννησιμιού μου έτσι ήμουνα. Κόκκινος ήμουνα. Κατακόκκινος. Είμαι αδικαίωτος και για αυτό είμαι κόκκινος. Αγάπη και επανάσταση με πουλήσανε και τα δυο τους. Δεν πειράζει όμως. Ξημερώνει ένα αύριο. Πάντα στη ζωή υπάρχει ένα αύριο. Είναι πράγμα θηλυκό, βλέπεις, η ζωή. Έχει μήτρα και γεννοβολά. Γεννοβολά ελπίδες στο λεπτό!».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]