(. . .) Η Βαχίντα ήταν μια εικόνα που επικάλυπτε μια άλλη εικόνα, με μια μικρή απόκλιση. Είχα πειστεί ότι έπρεπε να επισκεφτώ μαζί της τους τόπους του έρωτα. Η παρουσία της ήταν για μένα η αντανάκλαση μιας ανάμνησης, η σκιά μιας ιστορίας, το αντίγραφο μιας εικόνας που ταλαντεύεται στον άνεμο. Ο καθένας μας κρατά μυστικά μέσα του έναν έρωτα που θα ήθελε να ζήσει. Το πρόσωπο της Βαχίντα μου αναζωπύρωνε αυτή την επιθυμία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πιστέψω σ` αυτόν, μπερδεύοντας την πραγματικότητα της Νάπολης με το δημιούργημα αυτό της φαντασίας που δεν τοποθετείται σε κανένα τόπο και σε καμία εποχή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]