`Καθώς εκτυλισσόταν μέσα του αυτή η εξέγερση ενάντια στην αγάπη, η επιθυμία του μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Κάπου κάπου, ένιωσε να τον κατακλύζουν κύματα οργής στη σκέψη της οδύνης που του είχε επιβληθεί, και η ανάγκη να θριαμβεύσει, να προκαλέσει κι εκείνος κακό με τη σειρά του, ερχόταν να τον κατασπαράξει.
Τι ωραία που ήταν η βία! Τι χαρά να κάνει εκείνη που τον ταπείνωσε να σκύψει το κεφάλι ως το χώμα! Είχε την αίσθηση ότι ένα σθένος πρωτόγνωρο κυκλοφορούσε κατά μήκος των χεριών του, ως τις άκρες των δαχτύλων του· και τα χέρια του, σαν πλάσματα που αποκτούσαν δική τους ζωή, έκλειναν, άνοιγαν, σταύρωναν αδιάκοπα, μες στην ευτυχία και την ανυπομονησία τους να αναλάβουν δράση...`
Στο ασπρόμαυρο μυθιστόρημα του Ζυλιέν Γκρην, το κόκκινο χρώμα εισβάλλει απρόσκλητο· το κόκκινο της οργής και του πάθους απλώνεται σαν πελώριος αιμάτινος λεκές στον γκρίζο ουρανό της επαρχιακής Λορζ. Σαν κραυγή που σκίζει τη σιωπή. Ο Πωλ Γκερέ, ένας ασήμαντος καθηγητίσκος νεοφερμένος στην πόλη, ερωτεύεται παράφορα την όμορφη Ανζέλ. Η κοπέλα παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι με τον συνεσταλμένο άντρα, που τον ζώνουν οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες μιας ολόκληρης ζωής. Ένα παιχνίδι που ξεκινάει αθώα και εξελίσσεται σε μια παρτίδα θανάτου, όπου ο πόθος σμίγει με το έγκλημα. Ο Γκερέ χάνει τα λογικά του και τα ηνία της ύπαρξής του· κρατάει πλέον ένα πλάσμα ξένο απ` αυτόν, οδηγό και υποκινητή του σ` αυτόν τον φρικτό εφιάλτη!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]