Ρίχτε με στις φυλακές, κόφτε μου το κεφάλι, μα μη με βασανίζετε πια μ` ανακρίσεις. . . Παρατάτε με πια. . . Δεν μπορώ. . . Δεν μπορώ άλλο, σας λέω. . .» Κλεισμένη σ` ένα μπουντρούμι, η Μαρία Πενταγιώτισσα, η αγέρωχη καπετάνισσα των βουνών, λυγίζει. Κουράστηκε, λέει, να την καταδιώκουν οι ενωμοτάρχες, η αστυνομία, οι δικαστές, οι ληστές οι ίδιοι κι εκείνη να κρύβεται στις άγριες ράχες των βουνών. Είναι και οι αμαρτίες της βαριές, οι ενοχές της φορτίο δυσβάσταχτο που δεν αφήνουν στιγμή τη δόλια ψυχή της να ησυχάσει. Έτσι, ακόμα και να σκοτωθεί, να πάρει τη ζωή της δοκιμάζει· για να τελειώσουν όλα· για να βρει τη λύτρωση που τόσο πολύ επιζητεί. Ξέρει πως ο Κουτσάφτης, ο πιστός σύντροφος και παράτολμος «αδελφός» της, έχει πάρει όρκο να την ελευθερώσει προτού τη δικάσουν. Γνωρίζει πως θέλει να την κάνει γυναίκα του, κι όμως. . . η Μαρία Πενταγιώτισσα προτιμά να αφεθεί στα ανελέητα χέρια της δικαιοσύνης, παρά να βρει καταφύγιο στη μιαρή αγκαλιά του Κουτσάφτη και να μετρήσει ακόμα ένα «κρίμα» στη δύσμοιρη ζωή της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]