Τον 11ο αιώνα μία ομάδα Νορμανδών ιπποτών κατέλαβε τον ιταλικό Νότο αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις δύο μεσαιωνικές Αυτοκρατορίες, τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, τις λομβαρδικές ηγεμονίες της Νότιας Ιταλίας και τα μουσουλμανικά εμιράτα της Σικελίας. Η εξουσία τους δεν στηρίχθηκε μόνο στην ισχύ των όπλων, αλλά και στα αφηγήματα της κατάκτησης και της ιστορίας του βασιλείου, που ίδρυσαν. Οι ιστορικές αφηγήσεις που συντάχθηκαν στις αυλές των Νορμανδών ηγεμόνων λειτουργούν ως κάτοπτρα εξουσίας και μας επιτρέπουν να συλλάβουμε κυρίαρχους λόγους και αντι-λόγους, καθώς και τους ορίζοντες προσδοκιών των πρωταγωνιστών της εποχής.
Τις στρατηγικές κατασκευής των ταυτοτήτων και τους λόγους της εξουσίας που διαμόρφωσαν πολιτικές και κοινωνικές δομές στο regnum Siciliae εξετάζει το βιβλίο αυτό, εστιάζοντας και αναδεικνύοντας την προσωπικότητα των εξιστορούντων υποκειμένων. Στον ιταλικό Νότο η normannitas μετασχηματίσθηκε σε μια πολιτική ταυτότητα χωρίς εθνοτικές αναφορές, που τελικά όρισε μία ιδιαίτερη `σικελικότητα`. Οι ιστορικοί της αυλής δεν μετέφεραν απλώς το λόγο της εξουσίας. Τον σημασιοδότησαν σύμφωνα με τους νοητικούς ορίζοντές τους και του προσέδωσαν αφηγηματική συνοχή και επικοινωνιακή ισχύ. Με αυτόν τον τρόπο συνδιαλέχθηκαν με τους κόσμους των αναγνωστών τους, αναδιέταξαν το ιστορικό παρελθόν, συγκρότησαν τη συλλογική μνήμη και συνέβαλαν στον (ανα)προσδιορισμό της πολιτικής κοινότητας του βασιλείου. Από τον `μακρινό` Μεσαίωνα οι φωνές τους ακούγονται έως σήμερα, αποκαλυπτικές για όσους εξακολουθούν να ενδύονται μύθους για την καθαρότητα του εαυτού.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]