«... Νέα πια από το μέτωπο δεν μαθαίναμε τίποτε. Όμως οι φήμες στο χωριό οργίαζαν. Και η κίνηση από πλεούμενα λογής λογής άρχισε να γίνεται πυκνή - και όλο προς το νοτιά. Και ο καθένας που περνούσε, όλο και κάτι πρόσθετε στις φήμες. Και μια μέρα ακούσαμε πως ένας τρανός αξιωματικός έφτασε στο νησί. (...) Φαινόταν μουδιασμένος, σαν να τα είχε χαμένα... Από την ώρα που είδαμε αυτόν τον αξιωματικό, είδαμε και την κατάρρευση ζωντανή. Καταλάβαμε πια πως για τον τόπο είπανε οι μεγάλοι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». «Και για μας δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη αν θα φύγουμε ή όχι. Το μόνο που μας απασχολούσε ήταν το πώς θα φύγουμε.» «... Αυτή την ώρα, λοιπόν, της σύγχυσης και της διάλυσης των πάντων έπρεπε να την εκμεταλλευτούμε όσο γινόταν καλύτερα, πριν προλάβουν να ανασυνταχτούν οι δυνάμεις ασφαλείας. Ξέραμε πως θα ήταν ένα σύντομο μεσοδιάστημα και αν δεν το κερδίζαμε ήμασταν χαμένοι... ». Είναι μία ομάδα κομμουνιστών κρατουμένων στην Κίμωλο. Άνοιξη 1941. Το μέτωπο έχει καταρρεύσει κι αυτοί ετοιμάζονται να δραπετεύσουν για ν` αγωνιστούν ενάντια στο φασισμό. Το νεότερο άτομο της ομάδας είναι ένα κορίτσι: η Μαρία Αγριγιαννάκη. Αυτή, παρά τα κρατητήρια της Ασφάλειας, την απομόνωση στις φυλακές Αβέρωφ και τις σκληρές συνθήκες της παρανομίας, προηγούμενα, έχει κρατήσει τη δροσιά της ηλικίας της, τη χαρά της ζωής, κλείνει μέσα της τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια και την ομορφιά της γενέθλιας γης. Και το βιβλίο αυτό, απόδειξη πίστης στη ζωή, δεν τό `χει γράψει η Μαρία-Καραγιώργη Γυφτοδήμου, η αγωνίστρια, η εξόριστη, η βουλευτίνα. Τό `χει γράψει -κι αυτό είναι σχεδόν ένα θαύμα- η Μαριώ η Αγριγιαννάκη «απ` τσι Μ`λιές».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]