Τρεις πράσινοι χαμαιλέοντες παραβγαίνουν στο τρέξιμο διασχίζοντας τη βεράντα· ένας τους κοντοστέκεται στα πόδια της Κυράς τινάζοντας τη διχαλωτή του γλώσσα, κι αυτή σχολιάζει: "Οι χαμαιλέοντες. Τόσο εξαιρετικά πλάσματα. Το πώς αλλάζουν χρώματα. Κόκκινο. Κίτρινο. Πρασινωπό. Ροζ. Μενεξεδί. Και το ξέρατε ότι αγαπούν ιδιαίτερα τη μουσική;" Με κοιτάζει με τα ραφινάτα μαύρα
της μάτια. "Δεν με πιστεύετε;" Στη διάρκεια του απογεύματος μου είχε πει πολλά παράξενα πράγματα. Πως τη νύχτα ο κήπος της γέμιζε τεράστιες νυχτοπεταλούδες. Ότι ο οδηγός της, μια
ευγενική φυσιογνωμία που μ` έφερε σπίτι της σε μια βαθυπράσινη Μερσεντές, ήταν ένας συζυγοκτόνος που δραπέτευσε απ` το Νησί του Διαβόλου. Και μου είχε περιγράψει ένα χωριό ψηλά στα βουνά του Βορρά αποκλειστικά κατοικημένο από αλμπίνους. "Μικρά κοκκινομάτικα ανθρωπάκια άσπρα σαν την κιμωλία. Πού και πού βλέπεις μερικούς στους δρόμους του Φορ ντε Φρανς".
Ο τόμος περιέχει τη νουβέλα "Φέρετρα δουλεμένα στο χέρι" (μικρό, μη-φανταστικό μυθιστόρημα το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του), καθώς και τα διηγήματα: "Μουσική για χαμαιλέοντες", "Ο κύριος Τζόουνς", "Ένα φως στο παράθυρο", "Μοχάβε", "Φιλοξενία", "Έκλαμψη", "Η δουλειά μιας μέρας", "Γεια σου, άγνωστε" και "Απόκρυφοι κήποι".