Ο Γιώργος Μπουζιάνης, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας το 1906 και συμφοιτητής τότε του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο σε μια εποχή που συντελούνταν δυναμικές αλλαγές, μέσα από τις εκδηλώσεις των διαφόρων καλλιτεχνικών ομάδων (όπως της «Γέφυρας» και του «Γαλάζιου Καβαλάρη»), στις οποίες εξέχουσα μορφή ήταν ο Καντίνσκι. Ο μεσογειακός ζωγράφος μας, παρακολούθησε από πολύ κοντά αυτές τις εκδηλώσεις, εκτός από το Μόναχο, στη Δρέσδη και το Βερολίνο. Ενδιαφέρθηκε, κυρίως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του, να γνωρίσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και, όπως ο ίδιος έγραψε, αισθάνθηκε την ανάγκη να επισκεφτεί τα μουσεία της Γερμανίας και ταυτόχρονα να «κλειστεί» στο ατελιέ του μελετώντας αισθητικά δεδομένα. Παραμένει σταθερά στη Γερμανία από το 1907 μέχρι το 1934, με μια διακοπή δυόμισι χρόνων στο Παρίσι (1929-1932), αφού πέρασε κι έμεινε λίγο στη Βιέννη (1914). Είναι η πιο σημαντική περίοδος για τη ζωή του και για την τέχνη του, πράγμα που θα ομολογήσει αργότερα ο ίδιος ο καλλιτέχνης, όταν εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελλάδα από το 1935. Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός για τον Μπουζιάνη είχε μια καταλυτική σημασία, από άποψη κυρίως αισθητική και πνευματική και λιγότερο κοινωνική. Τα κοινωνικά στοιχεία που χαρακτήριζαν έντονα μερικές εκδηλώσεις των εξπρεσιονιστών, στον Μπουζιάνη μεταφέρονταν δια μέσου ιδεαλιστικών συλλήψεων στο επίπεδο του υπαρξιακού γίγνεσθαι. Ήταν μέλος των επίσημων καλλιτεχνικών γερμανικών ενώσεων, βρισκόταν πολύ κοντά στα μηνύματα των πρωτοποριακών ομάδων και η ζωγραφική του δεν υπάκουε στις «νόρμες», ούτε της μίας ούτε της άλλης περίπτωσης. Καλλιέργησε τα προσωπικά του στοιχεία από εσωτερική ανάγκη, και απ’ αυτή την άποψη διατήρησε το μεσογειακό του χαρακτήρα, μέσα στο πλαίσιο των μηνυμάτων του γερμανικού εξπρεσιονισμού. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]