Με την πρώτη ποιητική συλλογή "Νεκρές θάλασσες" η Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη επιχειρεί αξιοποιώντας τη ζωοποιό και συνάμα εξαγνιστική διάσταση του νερού, μέσα από την ελευθερία αλλά και τις πολλαπλές αναγνώσεις που μας παρέχει η θάλασσα, να μιλήσει μεταφορικά και ν’ ανιχνεύσει τις αλήθειες, τα όνειρα/αιτήματα και τους ανθρώπινους καημούς.
Η σιωπή που πάλλεται ακόμα μέσα σ` ένα κοχύλι, τα μάτια-απέραντες θάλασσες, ο δισταγμός του έρωτα, η συστοιχία των συντριμμιών ζωής και καραβιού, μετεωρίτες τ` ουρανού και ανεμώνες της θάλασσας, ο πυρήνας μια θάλασσας συνεκδοχικά με το μαύρο κενό τού είναι μας, η αντίθεση (ή μήπως σχέση στενή) μεταξύ της ανοικτής θάλασσας και ενός παράθυρου γραφείου στον ακάλυπτο, είναι κάποιες από τις εικόνες/ποιήματα/ερμηνείες που επιλέγει η Βαζιργιαντζίκη για να εκμυστηρευθεί την ποίησή της: "Ο ποταμός χύνεται μέσα σου/ εσύ πάντα διαθέσιμη/ για τις εκβολές του.", ή αλλού: "...εσύ κρατούσες τα κουπιά/ το αβέβαιο κοινό μας μέλλον/ την επομένη/ μας έλουσε/ το κύμα της οργής".
Μέσα από διαρκείς μετωνυμίες, μεταφορές, συνεκδοχές, παρομοιώσεις, υπονοώντας, απορώντας, ελπίζοντας, η Βαζιργιαντζίκη συνθέτει τρυφερά τα άλλοτε θλιμμένα, ελπιδοφόρα, αλλά κι άλλοτε πικρά, συνήθως ολιγόστιχα, ποιήματά της:
ΟΜΟΝΟΙΑ:
Σπάνια βλέπω τον ουρανό·
ποτέ τη θάλασσα·
φύτρωσα
για πάντα εδώ·
ένα περίπτερο
στην Ομόνοια.