Στην λ` ραψωδία, την γνωστή ως Νέκυια, το θέμα που υπερισχύει είναι της Νοσταλγίας και του Νόστου. Από Νοσταλγία για τον Νόστο επισκέπτεται ο Οδυσσεύς τον Άδη και συνδιαλέγεται με τον μάντη Τειρεσία και τους άλλους νεκρούς. Ολόκληρη η ραψωδία αποπνέει μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας, ο Άδης υπάρχει ως μια υποτονική συνέχεια ζωής και το παράπονο των νεκύων είναι η νοσταλγία του πάνω κόσμου. Στην Νέκυια ο ήρωας φτάνει στο αποκορύφωμα της νοσταλγίας: δρα και επιζητεί τον νόστο μέχρι που εισχωρεί στον χώρο του Άδη. Όμως αυτός ο χώρος είναι τοποθεσία ψυχοβολής. Εκεί η νοσταλγία κινδυνεύει να απολιθωθεί και να σταματήσει η δράση για τον νόστο. Στον χώρο των νεκύων ο Οδυσσεύς δεν φοβήθηκε ούτε την συγκίνηση όταν συναντήθηκε με την ψυχή της μητέρας του, ούτε τα λόγια του Τειρεσία, [. . .]. Φοβήθηκε όμως ο ήρωας την απολίθωση στην επιθυμία της νοσταλγίας, απολίθωση που θα εμπόδιζε τον νόστο. [. . .] Μπροστά στο φόβο της απολίθωσης, σε μια κατάσταση διαρκούς νοσταλγίας στον χώρο του Άδη, ο Οδυσσεύς φεύγει τρέχοντας [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]