[...] Το 46ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με το αφιέρωμα στο Νέο Ιρλανδικό Κινηματογράφο σίγουρα δεν αποπειράται να δώσει απάντηση σε θέματα όπως η ταυτότητα του ιρλανδικού κινηματογράφου. Τέτοιες απαντήσεις ανήκουν στους ιστορικούς και τους θεωρητικούς του χώρου. Το αφιέρωμα αυτό, ωστόσο, είναι σε θέση να παρουσιάσει μια επιλογή έξι ταινιών που εκπροσωπούν τη σύγχρονη Ιρλανδία, μια χώρα που με προσεκτικά βήματα έχει καταφέρει ν` αξιοποιήσει την εγγύτητα με την αγγλόφωνη κινηματογραφική παραγωγή, να προσελκύσει το ενδιαφέρον ξένων παραγωγών και να καρπωθεί τα οφέλη, παράγοντας ταινίες που συνδυάζουν παραδειγματικά τις τεχνικές του εμπορικού κινηματογράφου με το πιο προσωπικό σινεμά του δημιουργού.
Ιδανικό παράδειγμα το "Ο Άνταμ κι ο Πολ" του Lenny Abrahamson, μια γλυκόπικρη κωμωδία για δύο πρεζάκια σε απεγνωσμένη αναζήτηση δόσης, που από τη μία θυμίζει Χοντρό και Λιγνό (μαστουρωμένους, ασφαλώς) και από την άλλη φέρνει στο νου την παράλογη λογική του Μπέκετ. Ιδανικό "crowd pleaser" είναι το "Ο Μικιμπό κι εγώ" του Terry Loane, μια συγκινητική ιστορία φιλίας δυο αγοριών στο ταραχώδες Μπέλφαστ του `70 και μοναδική ταινία με ιστορικό υπόβαθρο στο ιρλανδικό ζήτημα, ενώ εξίσου εμπορική είναι η ρομαντική κομεντί της Liz Gill "Μνήμη χρυσόψαρου", μια αλληλουχία ερωτικών μπελάδων με κεντρικό "πρωταγωνιστή" το σύγχρονο Δουβλίνο. Άλλη όψη του Δουβλίνου, αυτήν του περιθωρίου και του τζόγου, παρουσιάζει ο Lance Daly στη μαύρη κωμωδία "Το φαινόμενο του φωτοστέφανου", με τον εξαιρετικό Stephen Rea πρωταγωνιστή, ενώ σ` ένα διαμέρισμα που θυμίζει την "Αποστροφή" εκτυλίσσεται το πειραματικό "Ζάχαρη" των εικαστικών Patrick Jolley και Reynold Reynolds. Τέλος, "Το κορίτσι ταξιδιώτης" του Perry Ogden κοιτάζει με το απερίφραστο βλέμμα του νατουραλισμού την καθημερινότητα της ιρλανδικής νομαδικής κοινότητας και δικαίως συμμετέχει στο Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών είναι πρώτες ή δεύτερες δημιουργίες των σκηνοθετών. Μέσα τους ανακαλύπτουμε πτυχές μιας χώρας σύγχρονης, ενός κινηματογράφου φρέσκου και μιας νέας γενιάς σκηνοθετών που μπορούν να συνεχίσουν τη μεγάλη δημιουργική παράδοση των Τζιμ Σέρινταν και Νιλ Τζόρνταν.
(από την εισαγωγή του Κωνσταντίνου Κοντοβράκη)