Δεν το περίμεναν ποτέ αυτό από τη Σάρα. Δεν πίστευαν ότι τον άνθρωπο που τόσα χρόνια χλεύαζαν εκείνη θα τον ερωτευόταν. Και πάνε οι φίλοι, πάει η παλιά ζωή. Αρκεί λίγη χρυσόσκονη για να τα θάψει όλα; Καλή η επιφάνεια και τα ρηχά ζεστά νερά, χαρά να κολυμπάς - το ήξερε ο Ντέιβιντ, γι` αυτό είχε ανοίξει ένα μπαρ, το Bus. Μα όσα χρόνια έμειναν μαζί αυτοί οι τρεις βουτούσαν πάντοτε βαθιά: εκεί συναντούσαν πλάσματα και μέρη μαγικά. Μα τώρα τι; Τώρα παλινδρομούν ανάμεσα σε επιφάνεια και βυθό. Με χαλασμένη την πυξίδα της επικοινωνίας τους, γυρνούν αποπροσανατολισμένοι μέσα στη μεγαλούπολη, χτυπούν στους ύφαλους της μόδας, πιάνονται από τα μίντια για να σωθούν. Μα το ψέμα και η αλήθεια μπλέκονται σαν φύκια, θολώνουν το τοπίο, μπερδεύονται στα πόδια τους, τους παγιδεύουν εκεί. Ασφυκτιούν κι είναι η μουσική που τους κρατάει στη ζωή? τη ζωή που ζούσαν. Σαν φυσαλίδες τα τραγούδια που είχαν μοιραστεί δείχνουν την έξοδο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]