`Στο Μαντείο των Δελφών τον υποδέχτηκαν δύο νεαρές ιέρειες με μακρείς χιτώνες και τον οδήγησαν σε ένα στενό δωμάτιο με ένα μόνο μικρό άνοιγμα στον τοίχο απ` όπου έπεφτε λίγο φως. Του είπαν να ξαπλώσει στο πέτρινο δάπεδο και να περιμένει ώσπου να ξανάρθουν. Το σημαντικό ήταν να μη φοβηθεί οτιδήποτε κι αν γινόταν.
- Ο φόβος κλείνει την ψυχή, όπως τα βλέφαρα τα μάτια, είπαν.
- Τι μπορεί να γίνει εδώ μέσα: ρώτησε.
Δεν του απάντησαν. Έκανε όπως του είπαν. Ξάπλωσε στο δάπεδο κι ένιωσε την κούραση από το μακρινό ταξίδι. Η δροσιά ήταν ευχάριστη, από ένα θυμιατήρι έβγαινε μια βαριά μυρωδιά που τον έκανε να νυστάξει. Ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί όταν αισθάνθηκε κάτι να έρπει στο στήθος του.
Δύο οχιές. Τα μάτια τους ήταν λεία σαν πετραδάκια της θάλασσας. Δεν είχαν βάθος ούτε περιεχόμενο. Τι δοκιμασία ήταν εκείνη; Ένα δάγκωμα αρκούσε να τον στείλει στον άλλο κόσμο, μα του είχαν πει να μη φοβηθεί ό,τι κι αν γίνει. Εντούτοις έτρεμε από φόβο. Άλλο να έχεις εμπιστοσύνη στους θεούς κι άλλο να εμπιστεύεσαι δύο οχιές. Χρειάστηκε όλη του η ψυχική δύναμη για να παραμείνει ακίνητος.
Πρώτα το ένα φίδι και μετά το άλλο έχωσαν τις γλώσσες τους στ` αφτιά του. Ήταν όπως όταν τον έπλενε η μητέρα του.
Αυτό δε βάστηξε πολύ, πρόλαβε όμως να κάνει χίλιες σκέψεις. Αργότερα δε θα θυμόταν ούτε μία, κι όταν τα φίδια αποτραβήχτηκαν τελικά έπεσε, ή μάλλον λιποθύμησε, σ` έναν βαθύ ύπνο και δεν ξύπνησε παρά μόνο όταν οι δύο ιέρειες τον ταρακούνησαν δυνατά.
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, με τον γνωστό προσωπικό του τρόπο, αφηγείται τη ζωή του πιο αγαπημένου ήρωα της Ελληνικής Μυθολογίας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]