Τον πόνο δεν τον επιζητούμε, όταν όμως κτυπά την πόρτα μας, τον αισθανόμεθα ως πειρασμό και τον ομολογούμε ως ευλογία. Αυτή η πάλη ανάμεσα στην ανθρώπινη αίσθηση και την εσωτερική ομολογία διαφαίνεται στο πόνημα αυτό του πατρός Μωυσή ως προσπάθεια να παρουσιάσει την αλήθεια να αγκαλιάζεται με τον φιλάνθρωπο λόγο, τον φωτισμό να συνυπάρχει με την κατανόηση, την ανθρώπινη αποστροφή προς τον πόνο να συμπορεύεται με την ανάγκη της ψυχής να βλέπει μέσα από τον πειρασμό την χάρι, να αντικρύζει μέσα από τον πόνο τον Ευεργέτη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]