Πώς να την πεις την ομορφιά, να τήνε ζωγραφίσεις, όταν ζωγράφοι και ποιητές δεν έσωσαν για χρόνους αμέτρητους κι αμέτρητους να δώσουνε μια λύση. Πώς και να πεις για τη σιωπή που κρέμετ` απ` τα χείλη, ανάμεσ` απ` το γένι του ψαροκαστανόχρου κι από μια μύτη δωρική, στολίδι στη μορφή του. Δεν είναι για να τόνε λες, μονάχα να θωρείς τον καθώς αδράχνει τις στιγμές, τις φκιάνει ώρες κι ημέρες κι απάνω τους για στόλισμα `πιθώνει μια ματιά του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]