Έπιασε το σουβλάκι με ευλάβεια όπως ο τραγουδιστής το μικρόφωνο, περιποιήθηκε πρώτα το χαρτί περιτυλίγματος με τον τρόπο που η μάνα διορθώνει τη γραβάτα του γιου της πριν από την παρέλαση, το έσπρωξε προς τα κάτω βίαια και αποφασιστικά με τη λαχτάρα του πεινασμένου εραστή μπρος σε εξώπλατο, βύθισε τα δόντια του αργά αλλά με πάθος στο λωτό, όπως η τίγρη συνθλίβει το κορμί της εξαντλημένης αντιλόπης, και αναφώνησε μπουκωμένος: «Άλλο ένα, φίλε». Στη δεύτερη μπουκιά του το χαρτί έγινε μονομιάς σαΐτα που διέσχισε τον ορίζοντα απ` τον πάγκο μέχρι το σκουπιδοτενεκέ διαγράφοντας μια εκπληκτική, φαντασμαγορική καμπύλη αφήνοντας πίσω του, σαν αεροπλάνο στην εκκίνηση πάνω στον αεροδιάδρομο, ορυκτέλαια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]