`Τώρα περνούσε μπροστά από το έμπα της σπηλιάς και είδε τα δυο ερωτευμένα αμφίβια, να στροβιλίζονται κουβαριαστά στο νερό σαν μπαλαρίνες. Το νερό ολόγυρά τους σχημάτιζε μικρές άσπρες φυσαλίδες και τις έστελνε ορμητικά στην επιφάνεια. Ο ήλιος του απομεσήμερου ορμούσε στα έγκατα της σπηλιάς κι έντυνε τα τοιχώματά της με χρυσές ανταύγειες. Μια σιωπή περίεργη, απόκοσμη, μυστηριακή απλωνόταν ένα γύρο. Ο Στέλιος, θαμπωμένος από την τόση ομορφιά, έσβησε τη μηχανή κι απόμεινε βουβός να κοιτάζει τούτο το χορευτικό ζευγάρωμα δυο πλασμάτων που είχε συμβάλει στην ευτυχία τους. Γιατί, όσο κι αν το νερό ήταν ταραγμένο, ξεχώριζε το καφετί χρώμα του βαφτισιμιού του που μια φανερωνόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του και μια χανόταν πίσω από τη μαύρη ράχη της Ευστρατίας. Τώρα το στροβίλισμα των σωμάτων γινόταν πιο γρήγορο. Τα δυο κορμιά, πάνω στην ερωτική τους έκσταση, κουλουριάζονταν και σπάραζαν και άλλοτε παρασύρονταν κατά το βυθό κι άλλοτε αναδύονταν σχεδόν ως την επιφάνεια...`.
Απόσπασμα από το διήγημα `Η Ευστρατία και ο Στέλιος`. Οι στιγμές που ερωτεύονται δυο ζωντανά είναι θεϊκές. Γιατί έχουν τη σφραγίδα της αγνότητας και της αθωότητας και προάγουν το Έργο του Θεού.
Στα `Οχτώ διηγήματα με ζώα`, τα ζώα αισθάνονται, σκέπτονται, μιλούν και συμπεριφέρονται καθολοκληρίαν, όπως οι άνθρωποι.
Ίσως αυτό να αποτελεί την πρωτοτυπία του βιβλίου και το όποιο ενδιαφέρον του. Και πού ξέρει κανείς. Μπορεί τα ζώα να πλάστηκαν όχι για να υπηρετούν και να θρέφουν τον άνθρωπο, αλλά για να του συμπαραστέκονται και, συχνά, να τον διδάσκουν και να του δείχνουν το σωστό δρόμο, αυτόν απ` όπου παραστράτησε. Σε τελευταία ανάλυση, να τον κάνουν καλύτερο ή, έστω, λιγότερο κακό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]